Thursday, November 12, 2009

Das Weisse Band

the_white_ribbon_poster-424x600

 

Τίτλος: Η Λευκή Κορδέλα (Das Weisse Band)

Σκηνοθέτης: Michael Haneke

Παραγωγή: 2009


Όταν έμαθα ότι ο Χάνεκε πρόκειται να γυρίσει σε remake την ταινία του Funny Games απογοητεύτηκα αρκετά: Αφενός, επειδή για μένα το Funny Games αποτελεί τη μοναδική ταινία του σκηνοθέτη που δεν μπορώ να χωνέψω (λίγο ρητορική, λίγος δογματισμός, λίγο κήρυγμα, λίγο το κλείσιμο του ματιού στην κάμερα...), αφετέρου τι δουλεία είχε ο Χάνεκε με το αμερικάνικο κοινό; Πίστευε ότι πραγματικά μπορούσε να τους δώσει ένα μάθημα ή ότι αξίζει να προωθήσει την ταινία του ως προϊόν μαζικής κουλτούρας; Έπειτα, αφού έγινε το remake, διάβασα ότι πρόκειται να σκηνοθετήσει τη Λευκή Κορδέλα (επιτέλους ταινία του στα γερμανικά αυτή τη φορά!) και ανακουφίστηκα. Φαίνεται ότι ο Χάνεκε θα επέστρεφε στα γνωστά θέματα του με νέο υλικό αυτή τη φορά. Διαβάζοντας για την υπόθεση της ταινίας και βλέποντας κάποια κλιπάκια, είχα πει ότι σίγουρα θα έφευγε από τις Κάννες με τον Χρυσό Φοίνικα (διαβάστε εδώ την πρόβλεψη, την ανακοίνωση των βραβείων και τα συγχαρητήρια) και, πολύ πιθανό, σε λίγους μήνες να κερδίσει και το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.

Η Λευκή Κορδέλα ήταν ακριβώς όπως την περίμενα και λίγο καλύτερη. Πρόκειται για την πιο αυστηρά συμμετρική σκηνοθεσία του Χάνεκε: ασπρόμαυρη φωτογραφία. Έξοχα καδραρισμένα πλάνα. Ως συνήθως, έλλειψη μουσικής επένδυσης. Ερμηνείες απίστευτα ρεαλιστικές. Η χρονική διάρκεια κάθε πλάνου φαίνεται να είναι μετρημένη με μαθηματική ακρίβεια. Ακόμα και η προφορά των λέξεων και η αυστηρή δομή και σύνταξη της όμορφης γερμανικής γλώσσας ακούγεται σαν θεατρική πρόζα. Όλα αυτά τα στοιχεία της  καλοκουρδισμένης σκηνοθεσίας συνθέτουν μία ταινία βαριά, ασήκωτη σχεδόν, ταινία που ευτυχώς δεν προορίζεται για τις μάζες, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί ένα σπουδαίο κινηματογραφικό έργο τέχνης (όπως άλλωστε συμβαίνει συνήθως).

bandFamilie


Η ταινία καταπιάνεται με τα θέματα της τάξης, της οργάνωσης, της καταπίεσης γενικότερα (οικογενειακής, κοινωνικής, σεξουαλικής), τα οποία ξεδιπλώνονται ως μία σειρά ανεξήγητων, φαινομενικά, συμβάντων σε ένα γερμανικό χωριό, λίγο πριν την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Χάνεκε αποφεύγει το δράμα και τις στομφώδεις δηλώσεις και με ήπιους τόνους αναπαριστά μία ασφυκτικά δομημένη κοινωνία, κρατώντας ταυτόχρονα τη συναισθηματική ένταση να υποβόσκει, σε σημείο όπου ο θεατής αναμένει την έξαρση να ξεσπάσει από στιγμή σε στιγμή. Η αποτύπωση των χαρακτήρων και των συμβάντων στο γερμανικό χωριό είναι τόσο λεπτομερής, που ακόμα και μετά την ταινία μορφασμοί και εκφράσεις των χαρακτήρων, φωτογραφίες των τοπίων που φαίνονται να αποτελούν προέκταση του κρυφού ψυχισμού των κατοίκων του, επιστρέφουν στη μνήμη μας με τον μοναδικό τρόπο που ένας Μπέργκμαν θα κατάφερνε. Η ταινία σε κάνει να αναρωτιέσαι, αφού πλέον έχουμε κατακτήσει τις ελευθερίες που σαφώς οι ήρωες της ταινίας στερούνται, τότε γιατί εξακολουθούμε να έχουμε ενδοιασμούς; Γιατί η επικοινωνία φαντάζει ακόμα και σήμερα τόσο δύσκολη όσο αποξενωμένη διατυπώνεται στην ταινία; Ο Χάνεκε δεν προσπαθεί να ρητορεύσει ότι ο ψυχαναγκασμός και η καταπίεση του γερμανικού λαού έγιναν αίτιο για τον φασισμό και τον πόλεμο που ακολούθησε, όπως αρκετές κριτικές εύκολα βιάστηκαν να συμπεράνουν. Κάτι τέτοιο θα παραήταν εύκολο για έναν σκηνοθέτη της εμβέλειας του Χάνεκε που θέτει πάντα μόνο ερωτήματα όπως ο ίδιος έχει δηλώσει άλλωστε. Ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του, αφού κανείς και όλοι ταυτόχρονα θα μπορούσαν να είναι οι δράστες στην ταινία. Πέραν τούτου, η συγκεκριμένη ιστορία θα μπορούσε κάλλιστα να λαμβάνει τόπο σε οποιαδήποτε πολιτισμένη κοινωνία κάθε χώρας και όχι μόνο στη Γερμανία.

bandField 
Η Λευκη Κορδέλα ταινία φαίνεται να προτρέπει τους κριτικούς επιτέλους να συμφωνήσουν μεταξύ τους (στο Rotten Tomatoes αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ούτε μία αρνητική κριτική). Ο Χάνεκε είναι μέσα στους πραγματικά ελάχιστους μεγάλους δημιουργούς της εποχής μας και ένας σκηνοθέτης που θα αφήσει ιστορία στην πορεία του κινηματογράφου. Άκρως διανοούμενος, βαθυστόχαστος, έχει το θάρρος να θέτει μόνο μεγάλα ερωτήματα, αγνοώντας τη δίψα του κοινού για εύκολες απαντήσεις. Από αυτή την άποψη είναι ένας πραγματικός auteur, του οποίου η Τέχνη και το όραμα δεν γνωρίζουν συμβιβασμούς.

bandBird
Για όσους με κατηγορούν ότι τίθεμαι πάντα υπέρ του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, αγνοώντας τον αμερικάνικο, ένα έχω να πω: ας αναλογιστεί κάποιος τις διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες δημιουργείται ο κινηματογράφος ως  διασκέδαση και ο κινηματογράφος ως Τέχνη. Από τη μία έχουμε τα  τα γελοία ποσά που πληρώνονται οι ηθοποιοί στο Χόλυγουντ για τις κατω-του-μετριου ερμηνείες του, και από την άλλη έχουμε ένα πλήθος άγνωστων γερμανών ηθοποιών σε αυτή την ταινία (στην πλειοψηφία παιδιά!!!) να ζούνε το ρόλο τους καλύτερα από κάθε celebrity "ηθοποιό". Το σίγουρο είναι ότι οι ερμηνείες των ηθοποιών στη Λευκή Κορδέλα μου έφεραν στον νου αντίστοιχες μεγάλων ευρωπαίων ηθοποιών.

bandBarn 
Συχνά, βλέποντας μία κλασική ταινία που σήμερα θεωρείται αριστούργημα του παγκόσμιου κινηματογράφου, αναρωτιέμαι τι να σκεφτόταν άραγε τότε το κοινό και η κριτική; Τι συνέβη μετά την πρώτη προβολή μιας σπουδαίας ταινίας; Ο κόσμος τη θεώρησε αμέσως αριστούργημα ή μήπως δεν είχε καταλάβει ακριβώς για πόσο σημαντικό έργο τέχνης πρόκειται; Πώς ένιωσαν, άραγε, αυτοί που ήταν παρόντες στις πρώτες  προβολές ενός τέτοιου σπουδαίου έργου; Η απορία μου αυτή μου λύθηκε παρακολουθώντας τη Λευκή Κορδέλα. Φίλοι αναγνώστες του blog να το θυμηθείτε, σε αυτή την περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μία ταινία που στο μέλλον θα ανήκει στην κατηγορία των "κλασικών" αριστουργημάτων, ανάλογων με αυτών των Μπέργκμαν, Αντονιόνι, Μπρεσσόν, Ντράγιερ... Πρόκειται για την πιο ώριμη και ολοκληρωμένη δουλειά του σκηνοθέτη (μαζί με το Code Inconnu), ο οποίος θα πρέπει αυτομάτως να τοποθετηθεί ανάμεσα στους σπουδαιότερους δημιουργούς, ακόμα κι από αυτούς που ίσως μέχρι σήμερα να είχαν τις αμφιβολίες τους για το έργο του.

Προσωπική Αξιολόγηση:    9,5  / 11


ΥΓ. Η καλύτερη ελληνική κριτική που έχω διαβάσει μέχρι τώρα για την ταινία -και μία από τις καλύτερες κριτικές γενικότερα, αφού μιλά ουσιαστικά, αποφεύγοντας τη συνήθη κριτικοφλυαρία- είναι αυτή της Πόλυς Λυκούργου για το περιοδικό Σινεμά.

Απόσπασμα από την ταινία:

Thursday, October 29, 2009

Σπασμένες Αγκαλιές

 

los-abrazos-rotos-poster

 

Τίτλος: Σπασμένες Αγκαλιές (Los Abrazos Rotos)

Σκηνοθέτης: Pedro Almodovar

Παραγωγή: 2009


Πιστεύω ότι μετά το Όλα Για Τη Μητέρα Μου, οι 5 ταινίες του Αλμοδόβαρ που ακολούθησαν ναι μεν είχαν ένα ώριμο, λιγότερο παιχνιδιάρικο στυλ, αλλά από την άλλη τους έλειπε η ζωντάνια και η φρεσκάδα, το "νεύρο"-trademark του σκηνοθέτη. Δεν λέω ότι ήταν κακές ταινίες –σίγουρα πολύ πάνω από τον μέσο όρο- ωστόσο μου άφηναν μία γεύση απογοήτευσης (βέβαια με το Όλα για τη Μητέρα Μου έφτασε τόσο ψηλά που δύσκολα κάποιος σκηνοθέτης θα επαναλάμβανε τέτοιο κατόρθωμα στις μετέπειτα ταινίες του).

Το Σπασμένες Αγκαλιές έχει όλα τα στοιχεία που συναντάμε στις ταινίες του Αλμοδόβαρ και που προσωπικά τόσο θαυμάζω: Δαιδαλώδες σενάριο, σκηνές που αγγίζουν το φιλμ νουάρ, ένας χιτσκοκικός τόνος στη πλοκή, δυνατές ερμηνείες, πολύχρωμα πλάνα. Σε δύο σημεία ίσως αυτή του η ταινία να υστερεί αισθητικά: στο στυλ και στη μουσική που σε αυτή την περίπτωση φαίνονται να κρατούν μία ελαφρώς πιο θαμπή απόχρωση σε σχέση με τις προηγούμενές του ταινίες. Επίσης το συναίσθημα είναι πιο συγκρατημένο για τα δεδομένα του Αλμοδόβαρ.

rotos-embrace

Αν και η ταινία, όπως είπα, είναι αρκετά καλύτερη από την πλειοψηφία των ταινιών που βλέπουμε κάθε χρόνο, από την άλλη δεν έχει κάτι ιδιαίτερο να μας μεταδώσει. Μάλιστα θα έλεγα ότι με τις Σπασμένες Αγκαλιές ο Αλμοδόβαρ φαίνεται να ανακυκλώνει τις ιδέες και τα θέματά του χωρίς όμως να έχει κάτι ουσιαστικό να μας πει. Με άλλα λόγια φοβάμαι ότι θα αναγκαστώ να πω πως αρχίζει να μας κουράζει κιόλας (και το "κουράζει" είναι η τελευταία λέξη που θα μπορούσα να φανταστώ για να χαρακτηρίσω τις ευφάνταστες και συχνά πληθωρικές ταινίες αυτού του σπουδαίου –και αγαπητού μου-  σκηνοθέτη). Γνωρίζω ότι ακριβώς το ίδιο έχουν επαναλάβει και αρκετοί κριτικοί –και πραγματικά περίμενα να έχουν άδικο- όμως θα συμφωνήσω μαζί τους. Απόδειξη η σεκάνς που κλείνει την ταινία, παραπομπή στο Γυναίκες Στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης, όπου εμείς οι θεατές παρατηρούμε μία αδιάφορη και "στεγνή" παραλλαγή της παραπάνω ταινίας, δίχως κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εάν επρόκειτο για ζωγράφο θα έλεγα ότι ο καλλιτέχνης αποφάσισε να πετάξει την πολύχρωμη παλέτα του, αντικαθιστώντας την με πιο γήινα χρώματα.

rotos-penelope

Δυνατές (αλλά και αναμενόμενες) οι ερμηνείες των Penelope Cruz και Blanca Portillo, ενώ την παράσταση κλέβει πιστεύω ο Lluis Homar στον ρόλο του γοητευτικού, τυφλού συγγραφέα (το συνεχές αινιγματικό χαμόγελό του, κατά το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, ακροβατεί μεταξύ της υπεροψίας, του σαρκασμού και φαίνεται να κρύβει μία προσωπικότητα που έχει βιώσει τις πιο σκοτεινές πλευρές της ζωής και του έρωτα). Πολύ καλή, αλλά όχι και η καλύτερη, η δουλειά του εικονολήπτη Rodrigo Prieto.

rotos-director Ο Αλμοδόβαρ με τις πρωταγωνίστριες Penelope Cruz και Blanca Portillo.

Μπορεί, λοιπόν, οι ταινίες του Αλμοδόβαρ να έχουν αρχίσει να επαναλαμβάνουν τα θέματά τους και τις εμμονές του σκηνοθέτη, ωστόσο συνεχίζουν να βλέπονται ευχάριστα κι ας μην παρέχουν το ίδιο βάθος και ουσία. Το Σπασμένες Αγκαλιές αποτελεί μεν μια καλοφτιαγμένη ταινία, αλλά δεν είναι πιστεύω ικανή να συναγωνιστεί άλλες ταινίες σύγχρονων κορυφαίων δημιουργών, ούτε τις παλιότερες δημιουργίες του ίδιου το Αλμοδόβαρ. Έχω παρατηρήσει ότι και οι δύο τελευταίες ταινίες του σκηνοθέτη (Volver και Σπασμένες Αγκαλιές) τελειώνουν με μία δραματική φράση – φράσεις οι οποίες θα ταίριαζαν γάντι στο στυλ των παλαιότερων δημιουργιών του, αλλά πλέον ακούγονται σαν να βγήκαν  άχαρα από ροζ μυθιστόρημα και να έρχονται σε αντίθεση με τη "νέα", μετα-σουρεάλ ωριμότητα του σκηνοθέτη. Όχι λοιπόν κάτι το αξιόλογο, ωστόσο αν δείτε τις Σπασμένες Αγκαλιές ο χρόνος σας θα περάσει ευχάριστα, πολύ καλύτερα σε σχέση με  την πλειονότητα των ταινιών που κυκλοφόρησαν μέσα στο 2009.

 
Προσωπική Αξιολόγηση:    4,5  / 11

 

Ακολουθεί ενδιαφέρον 3λεπτο βίντεο, όπου ο σκηνοθέτης μιλά για τον ρόλο της Penelope Cruz στην ταινία (στα αγγλικά, με υπότιτλους):

Wednesday, October 14, 2009

La Notte

NotteCov «Μα κάθε φορά που ετοιμάζομαι να επικοινωνήσω με κάποιον, η αγάπη εξαφανίζεται.»
- Valentina (Monica Vitti)


Τίτλος: La Notte (Η Νύχτα)

Σκηνοθέτης: Michelangelo Antonioni

Παραγωγή: 1961


Τι σκέφτονται άραγε οι ήρωες του Αντονιόνι όταν παρατηρούν τους άλλους ανθρώπους; H Lidia (Jeanne Moreau) περπατά μόνη στους άδειους δρόμους του Μιλάνου. Δεν γνωρίζουμε αν έχει κάποιον συγκεκριμένο προορισμό. Ένας εργάτης φαίνεται να τρώει το κολατσιό του ακουμπώντας την πλάτη του σε έναν τοίχο. Η Lidia σταματά για λίγα δευτερόλεπτα, τον παρατηρεί. Όταν αυτός γυρίσει και την κοιτάξει αυτή τον προσπερνά, μόνο και μόνο για να ξαναγυρίσει το κεφάλι της και να τον περιεργαστεί γι άλλη μια φορά. Ο λόγος άγνωστος. Τι συμβαίνει στο μυαλό και την ψυχή της ηρωίδας; Γιατί περιεργάζεται τον κόσμο, ακόμα και τον ίδιο τον σύζυγό της λες και βλέπει για πρώτη φορά άνθρωπο; Τι προσπαθεί να «διαβάσει»; Την ίδια νύχτα σε ένα κοσμικό πάρτι, στον κήπο βρίσκεται μια γάτα ανάμεσα στο πλήθος, στέκεται σαν στήλη άλατος, κοιτάζοντας έντονα ένα μικρό άγαλμα απέναντι της. «Κοιτάζει αυτό το άγαλμα όλη τη νύχτα», θα πει η οικοδέσποινα στη Lidia κάποια στιγμή αναφερόμενη στη γάτα. «Ποιος ξέρει τι σκέφτεται; Ίσως και να το περιμένει να ζωντανέψει... Οι γάτες είναι παράξενες...» Οι παραπάνω δύο σκηνές δεν διαρκούν παρά μόνο ελάχιστα δευτερόλεπτα, σε σημείο που ο θεατής μπορεί καν να μην τις προσέξει, αφού πρόκειται για λεπτομέρειες. Είναι όμως ακριβώς αυτές οι λεπτομέρειες μιας καθημερινής μέρας που συνήθως περνούν απαρατήρητες, αλλά εν τέλει ίσως και να είναι άμεσα συνδεδεμένες, αποτελώντας μυστηριώδεις αλλεπάλληλους υπαινιγμούς για την ύπαρξή μας, μέσα σε ένα δαιδαλώδες σύμπαν, το οποίο μπορεί να είναι το ένα και το αυτό είτε διαρκεί μία ολόκληρη ζωή, είτε απλά 24 ώρες.

Το La Notte (που πράγματι διαδραματίζεται μέσα σε ένα 24ωρο) αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας του Αντονιόνι για την αποξένωση και έλλειψη επικοινωνίας στις ανθρώπινες σχέσεις: το L' Avventura (Η Περιπέτεια) είναι η πρώτη ταινία, ακολουθεί το La Notte (Η Νύχτα), και η τριλογία κλείνει με το L' Eclisse (H Έκλειψη), κριτική της οποίας μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Δύο είναι οι κεντρικοί ήρωες στην ταινία: Η προαναφερθείσα Lidia, τον ρόλο της οποίας υποδύεται εκφραστικότατα η Jeanne Moreau, και ο σύζυγός της, ο πετυχημένος συγγραφέας Giovanni Pontano (Marcello Mastroianni). Ταιριάζει γάντι στον Mastroianni ο ρόλος του γοητευτικού και μελαγχολικού, διανοούμενου γυναικοκατακτητή (!). Νομίζω ότι είναι από τις μεγαλύτερες ερμηνείες του, αφού κατά τη διάρκεια της ταινίας τα βάθη της προσωπικότητάς του ρόλου που υποδύεται παραμένουν ένα αίνιγμα: λατρεύει τις νυχτερινές εξορμήσεις και τις ωραίες γυναίκες, παρορμητικός, αλλά ταυτόχρονα βαθιά στοχαστικός, ενώ τα μάτια του προδίδουν μια κάποια μελαγχολία. Ο χαρακτήρας του συνοψίζεται με τα ίδια τα λόγια του σε μία μεταφορική ιστορία που διηγείται σε μία θαυμάστριά του: «Θα σου πω την ιστορία ενός ερημίτη, ενός διανοούμενου φυσικά, τρεφόταν μόνο με δροσοσταλίδες, μέχρι που έφτασε στην πόλη...όπου δοκίμασε κρασί και κατέληξε αλκοολικός.»

NotteFinale

Σε αντίθεση με τον Giovanni, η Lidia φαίνεται συνεχώς να αποφεύγει τον κόσμο. Και όταν έρχεται τελικά σε επαφή μαζί του προτιμά να τον παρατηρεί σιωπηλή. Η ταινία ξεκινά με το ζευγάρι να επισκέπτεται έναν ετοιμοθάνατο φίλο τους στο νοσοκομείο. Εκεί είναι η Lidia αυτή που δεν θα αντέξει την κατάσταση του ασθενούς και θα βγει έξω για να κλάψει. Ο σύζυγός της, αντιθέτως, όχι μόνο θα παραμείνει, αλλά αποχωρώντας από το νοσοκομείο δεν θα διστάσει να αφεθεί στα χάδια μιας ανεξέλεγκτης ασθενούς που θα τον παρασύρει στο δωμάτιό της. Με αυτή την μυστηριώδη και κάπως αρρωστημένη σκηνή ο Αντονιόνι μας προδιαθέτει για την συγκεχυμένη, παρορμητική προσωπικότητα του Giovanni και μας προετοιμάζει για τις επόμενες πράξεις του.

Καθώς η μέρα κυλά αργά, η Lidia θα περιπλανιέται στους δρόμους του Μιλάνου -αφού θα έχει πρώτα "δραπετεύσει" από μία αποπνικτική παρουσίαση του βιβλίου του Giovanni- παρατηρώντας αδιάκοπα σαν μικρό παιδί τα διάφορα μέρη και τον κόσμο που συναντά. Η φυγή της από την βιβλιοπαρουσίαση και η βόλτα που θα την οδηγήσει στο να διαλύσει τον καβγά μιας συμμορίας, τονίζουν τον τρόπο με την οποίο η ηρωίδα αρνείται να παραδεχθεί (ή να αποδεχθεί) την υποκρισία και την έλλειψη ανθρωπιάς γύρω της. Άραγε αποτελεί αφορμή για αυτή της την στάση η επίσκεψη στον ετοιμοθάνατο φίλο της ή την απασχολούσε κάτι βαθύτερο από πριν;

NotteDancer
Η μέρα θα φύγει και τους δυο πρωταγωνιστές θα τους βρει η νύχτα μαζί με την απότομη απόφαση της ηρωίδας να δεχτεί την πρόταση για ένα κοσμικό πάρτι (κάτι που αρχικά είχε αρνηθεί). Το κλίμα της αποξένωσης που κυριαρχούσε στο πρώτο μισό της ταινίας, δεν φαίνεται να υποχωρεί στο δεύτερο μισό που διαδραματίζεται ανάμεσα σε πολλούς καλεσμένους, στους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους, στο πάρτι της υπερπολυτελούς έπαυλης ενός εφοπλιστή. Οι δύο πρωταγωνιστές θα πάρουν διαφορετικούς δρόμους. Ο Giovanni θα επιχειρήσει να αναμειχθεί και να γνωρίσει νέο κόσμο. Η Lidia, από την άλλη, βρίσκεται την περισσότερη ώρα μόνη και αποφεύγει οποιαδήποτε γνωριμία. Ακόμα και όταν μία φίλη της της προτείνει να την συστήσει σε έναν γοητευτικό άνδρα, αυτή αρνείται πεισματικά και σηκώνεται να φύγει. Αν και η Lidia θα συναντήσει ξανά τυχαία τον ίδιο άνδρα, κι ενώ φαίνεται να της αρέσει, θα συνεχίσει να τρέχει μακριά του, σαν να θέλει να αποφύγει οποιαδήποτε έντονη σχέση, όχι μόνο μαζί του αλλά με οτιδήποτε ζωντανό. Ωστόσο, η ίδια η Lidia είναι αυτή που θα παροτρύνει τον Giovanni να γνωρίσει μία όμορφη καλλονή η οποία φαίνεται να πλήττει ολομόναχη μες στην έπαυλη όσο οι άλλοι διασκεδάζουν έξω στον κήπο. Αυτή η καλλονή που ακούει στο όνομα Valentina (Monica Vitti) θα υπάρξει το τρίτο σημαντικό πρόσωπο της ταινίας. Πολλά θα διαδραματιστούν σε αυτό το νυχτερινό πάρτι και δεν υπάρχει λόγος να αναφέρω εδώ, αφού η μαγεία στις ταινίες του Antonioni έγκειται ακριβώς στην έλλειψη μιας συγκεκριμένης πλοκής, όπου ο θεατής θα περίμενε με αγωνία να δει την εξέλιξή της.

NotteTrois
Συγκεκριμένα, ο σκηνοθέτης αφήνει τον θεατή να εντρυφήσει στην απλή καθημερινότητα των δύο ηρώων του χωρίς να ανοίγει τελείως τα χαρτιά του για τις εμμονές που απασχολούν τους χαρακτήρες τους. Μέσα από λήψεις και τοποθετήσεις της κάμερας με γεωμετρική αυστηρότητα και ακρίβεια (τεχνικές που θα βρούνε την ωρίμανση τους στην Έκλειψη), θα κάνει παραλληλισμούς ανάμεσα στη διαμόρφωση του χώρου -άλλοτε άδειου και κενού και άλλοτε μες στο χάος του πλήθους και των αυτοκινήτων- και του ψυχισμού των ηρώων του. Πολύ έξυπνη και η χρήση του ήχου: στο πρώτο μισό της ταινίας ακούμε απειλητική φασαρία από ελικόπτερα, ρουκέτες, αυτοκίνητα, και σταδιακά, καθώς πέφτει η νύχτα, jazz μελωδίες θα αρχίσουν να συνθέτουν τη φιλάρεσκη ατμόσφαιρα των νυχτερινών γνωριμιών που ως συνήθως μυρίζουν προσδοκία.

Από τις ταινίες της τριλογίας, το La Notte είναι κατά τη γνώμη μου αυτή όπου η προσπάθεια του σκηνοθέτη να επικοινωνήσει με τον θεατή και να τον κάνει να νιώσει τα αόρατα ρεύματα της αποξένωσης είναι πιο διακριτική και ειλικρινής: τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι ανεπαίσθητα ακόμα και στον μυημένο σινεφίλ. Επιπλέον, είναι πιστεύω η ταινία που περιέχει περισσότερο συναίσθημα σε σχέση με τις υπόλοιπες δύο, αν και αυτό φυσικά αφήνεται στην ιδιοσυγκρασία του καθενός. Οι δύο κεντρικοί ήρωες, που στην πορεία γίνονται τρεις, φαίνονται να δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν με τα άτομα που πραγματικά τους ενδιαφέρουν και πέφτουν θύματα παρορμητικών αποφάσεων και επιλογών: ο καθένας μοιάζει να βρίσκεται (ή να είχε βρεθεί) με το σωστό άτομο στο λάθος χώρο, τη λάθος στιγμή. Αυτό που αρχικά ξεκινά σαν μία συνάντηση όλο προσδοκία, συχνά καταλήγει να φαίνεται μάταιο και ρηχό. Πρόκειται για μία κατάσταση όχι πολύ διαφορετική από αυτήν που περιγράφει η όμορφη Valentina όταν εξομολογείται, «Ένιωθα δυστυχισμένη αυτή τη βραδιά, αλλά το παιχνίδι μας μου 'φτιαξε το κέφι, τώρα όμως η δυστυχία εισχωρεί πάλι μέσα μου σαν τη μελαγχολία ενός σκύλου.»

Προσωπική Αξιολόγηση: 10 / 11


Ο Giovanni (M. Mastroianni) με τη σύζυγό του Lidia (J. Moreau). Και η νύχτα μόλις έχει ξεκινήσει.

Thursday, October 1, 2009

Αντίχριστος

 antiCov

 

Τίτλος: Antichrist (Αντίχριστος)

Σκηνοθέτης: Lars von Trier

Παραγωγή: 2009


Η ταινία του Τρίερ δεν είναι τελικά τόσο κακή για τον ντόρο και το γιουχάισμα που προκάλεσε στις Κάννες. Για την ακρίβεια, πιστεύω ότι είναι καλύτερη από τις τελευταίες προσπάθειες του σκηνοθέτη (είμαι της άποψης ότι τίποτα δεν μπορούσε να πάει χειρότερα από το Dancer in the Dark).

Ας αρχίσω λοιπόν με τα θετικά… Η ταινία είναι χωρισμένη σε κεφάλαια και το πρώτο από αυτά με τίτλο “Εισαγωγή” ξεκινά με την υπνωτικά όμορφη άρια Lascia ch'io pianga από την όπερα Rinaldo του Χέντελ. Αυτή η εισαγωγή λοιπόν, προβάλλει σε αργή κίνηση και σε υπέροχα πλούσιες γκρίζες αποχρώσεις τους ήρωες της ταινίας να ερωτοτροπούν μέσα στο μπάνιο, όσο το μωρό τους βγαίνει από την κούνια του, ανοίγει το παράθυρο και κάνει βουτιά στο κενό. Είναι μία πολύ συμβολική σκηνή, υπέροχα δοσμένη από τον Τρίερ – ομολογώ ότι για μένα ήταν μία έκπληξη από τον σκηνοθέτη. Οι ήρωες δεν έχουν ονόματα, αλλά αναφέρονται ως Αυτός (He) και Αυτή (She) και τους ρόλους υποδύονται ο Willem Dafoe και η Charlotte Gainsbourg αντίστοιχα. Οπότε, αν μη τι άλλο, η ταινία ξεκινά με έναν μαγευτικό τόνο και συγχαρητήρια στον σκηνοθέτη για την έξοχη χρήση της άριας που ήδη έχει ως αποτέλεσμα να κάνει τον Χέντελ πιο γνωστό στο ευρύ κοινό (αρκετά κλιπάκια τις άριας στο YouTube έχουν σχόλια που αναφέρονται στην ταινία).

antichristbw

Παρόμοιες, υπέροχα φωτογραφημένες σκηνές κυριαρχούν συχνά μες στην ταινία, κυρίως πριν ή μετά κάποιο κεφάλαιο, προσδίδοντας της μία μυστηριακή, μαγευτική ατμόσφαιρα. Αυτό είναι κάτι καινούριο πιστεύω στην σκηνοθεσία του Τρίερ και μπράβο του πάλι γι αυτή του την εξέλιξη.

Κι εδώ ακριβώς –στην υπέροχη φωτογραφία- σταματούν και τα θετικά της ταινίας και ξεκινά… το σκηνοθετικό χάος! Για τις ερμηνείες δεν έχω να πω τίποτα πέρα από το ότι είναι αδιάφορες -- μου διαφεύγει ο λόγος που βραβεύτηκε η Gainsbourg στις Κάννες, αλλά υποθέτω ότι δεν υπήρχαν καλύτερες γυναικείες ερμηνείες. Άλλωστε οι ηρωίδες του Τρίερ περνούν πάντα από τέτοια βασανιστήρια –ωρύονται, χτυπιούνται, κλάινε- κάτι που δεν θα έπρεπε να είναι συνώνυμο με την καλή ερμηνεία, αλλά αντιθέτως με το εύκολο εφέ του δραματικού εντυπωσιασμού.

antich2

Το σενάριο είναι ελαφρύ, όχι ότι παίζει μεγάλο ρόλο, απλά δεν βγάζει και μεγάλο νόημα. Και σίγουρα δεν δικαιολογεί την απίστευτη μεταμόρφωση της ηρωίδας στο τελευταίο μισάωρο της ταινίας. Ακριβώς σε αυτό το μισάωρο ο σκηνοθέτης φαίνεται να ξεφεύγει. Η προβολή της βίας είναι αδικαιολόγητα ωμή. Προσωπικά, δεν θυμάμαι να έχω σοκαριστεί με τέτοιο τρόπο ξανά με ταινία! Και όλα αυτά γιατί; Θέλει να πει κάτι ο σκηνοθέτης; Λογικά ναι, αφού το ταξίδι μέχρι το φινάλε δεν έχει κάποια ουσία, ούτε πρόκειται για εμπειρία που πρέπει να ζήσει ο θεατή δίχως να αποκομίσει κάτι. Άλλωστε όλες οι ταινίες του Τρίερ είναι στρατευμένες προς πολύ συγκεκριμένα μηνύματα.

Για πρώτη φορά η οικουμενική επιτροπή στις Κάννες (υπεύθυνη για να βραβεύει ταινίες που προωθούν τις πνευματικές αξίες και ιδεώδη) έδωσε ένα “αντι-βραβείο” στον σκηνοθέτη γι αυτή του την ταινία. Συγκεκριμένα ο πρόεδρος της επιτροπής είπε, “Δεν μπορούμε να παραμείνουμε σιωπηλοί μετά από την επίδραση που έχει αυτή η  ταινία… Πρόκειται για την πιο μισογυνιστική ταινία από τον αυτοαποκαλούμενο καλύτερο σκηνοθέτη στον κόσμο”. Με το παραπάνω συμφωνώ: ο μισογυνισμός είναι διάχυτος στο τέλος της ταινίας. Βέβαια, ο κάθε θεατής μπορεί να ερμηνεύσει την ταινία διαφορετικά.

antichristHouseFor

Ο Αντίχριστος πρόκειται πιθανώς για μία ταινία φτιαγμένη με σκοπό να σοκάρει και να εντυπωσιάσει. Δύο λόγοι με ωθούν –όπως και αρκετούς κριτικούς- σε αυτό το συμπέρασμα: οι δύο απίστευτα σοκαριστικές σκηνές που φαίνεται λες και βγήκαν ξαφνικά από άλλο είδος ταινίας, καθώς και η αφιέρωση στο τέλος (περισσότερα γι αυτήν παρακάτω). Ο ίδιος ο Τρίερ σε συνέντευξη του δήλωσε ότι σκηνοθέτησε την ταινία ως ένα είδος θεραπείας, μετά το τέλος της ψυχοθεραπείας του – η τελευταία αποτέλεσμα της κατάθλιψης που τον ταλαιπωρούσε τελευταία. Ωραία όλα αυτά, αλλά εμείς ως κοινό τι του φταίμε; Δήλωσε, επίσης, ότι είναι ο καλύτερος σκηνοθέτης του κόσμου και ότι ενδιαφέρεται να φτιάχνει ταινίες, όπως ο ίδιος είπε, “για να υπερασπιστώ μία ιδέα που δεν είναι δικιά μου. Έτσι για παράδειγμα θα έκανα μία ταινία όπου θα έδειχνα την ανθρώπινη πλευρά του Χίτλερ. Αυτό θα ήταν πολύ ενδιαφέρον για μένα”.

antiAni 
Το πιο παράδοξο από όλα; Στο τέλος της ταινίας ο σκηνοθέτης αφιερώνει την ταινία στον Ταρκόφσκι! Ένδειξη, όπως είπαν κάποιοι ότι δεν θέλει να πάρουμε την ταινία στα σοβαρά, αλλά πως απλά προσπαθεί να προκαλέσει (φυσικά μπορείτε να διαφωνήσετε με αυτό). Κι αυτό γιατί ο Ταρκόφσκι και οι ταινίες του μες στην ποίηση, τον ανθρωπισμό και την υπερβατικότητα, βρίσκονται στους αντίποδες των ταινιών του Τρίερ. Από ότι έχω διαβάσει, πράγματι ο Ταρκόφσκι είναι ο “Θεός” του Τρίερ, και σύμφωνα με όσα είπε ο Τρίερ όταν έδειξε στον Ταρκόφσκι την πρώτη του ταινία, ο τελευταίος την αποδοκίμασε!

antistaff Ο σκηνοθέτης πλαισιωμένος από τους δύο πρωταγωνιστές.


Για να ανακεφαλαιώσουμε λοιπόν: ο Αντίχριστος είναι καλύτερη από τις πρόσφατες ταινίες του Τρίερ. Έχει όμορφη φωτογραφία και οι ηθοποιοί ερμηνεύουν τους ρόλους τους ελαφρώς πιο πειστικά. Προσπαθώντας να ενσωματώσει τη φύση και τα ζώα στο σενάριο, συχνά το καθιστά γελοίο, χωρίς εξηγήσεις, ούτε καν νύξεις που να βγάζουν έστω κάποιο νόημα (βλ. αναφορά σε μάγισσες). Οι ερμηνείες αν και καλύτερες, όπως είπα, από προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη, παραμένουν απλά μέτριες. Με απλά λόγια, η ταινία δεν έχει λόγω ύπαρξης: “Το σενάριο φαίνεται να γράφτηκε απλά και μόνο για να δικαιολογήσει δύο από τις πιο σοκαριστικές σκηνές στην ιστορία του σινεμά”, όπως λεει η κριτικός των Times Wendy Ide. Κάποιοι φαν βιάστηκαν να μιλήσουν για αριστούργημα. Όπως όμως αρκετοί κριτικοί έχουν επισημάνει η ταινία είναι υπερβολικά αμφίσημη και διφορούμενη για να θεωρηθεί σπουδαίο κινηματογραφικό έργο. Η άποψη μου; Δείτε την απλά για τα ωραία πλάνα, την άρια του Χέντελ και για να διασκεδάσετε με την προκλητικότητα του σκηνοθέτη. Γι αυτό άλλωστε και ο σχετικά καλός βαθμός μου, παρ’ όλη την παλαβομάρα της ταινίας αυτής!

Προσωπική Αξιολόγηση:    2,5 / 11

Ακολουθεί ένα πολύ ενδιαφέρον κλιπάκι που δείχνει την πορεία της ταινίας στις Κάννες (συμπεριλαμβανόμενης και της ενδιαφέρουσας συνέντευξης τύπου όπου ο Τρίερ αυτοαποκαλείται ο καλύτερος σκηνοθέτης στον κόσμο).

Tuesday, September 22, 2009

Såsom i en spegel

 

glasscover

 

Τίτλος: Såsom i en spegel (Μέσα από τον Σπασμένο Καθρέφτη)

Σκηνοθέτης: Ingmar Bergman

Παραγωγή: 1961


Να και κάτι που δεν βλέπουμε συχνά: στην ταινία αυτή, ο Θεός φανερώνεται στην κεντρική πρωταγωνίστρια! Σας φαίνεται ενδιαφέρον; Διαβάστε παρακάτω η καλύτερα δείτε την ταινία.

Το «Μέσα από τον Σπασμένο Καθρέφτη» σηματοδοτεί την έναρξη της δεύτερης κινηματογραφικής περιόδου του Μπέργκμαν και ταυτόχρονα αποτελεί την πρώτη ταινία της «Τριλογίας της Σιωπής (του Θεού)». Όπως και οι υπόλοιπες δύο ταινίες της τριλογίας («Χειμερινό Φως» και «Η Σιωπή») έχουν παρομοιαστεί με έργα δωματίου (όπως και στη μουσική και στο θέατρο) λόγω της αμεσότητας τους, τη χρήση μίας βασικής ομάδας ηθοποιών, τη διαδραμάτιση σε συγκεκριμένη χρονική διάρκεια κτλ. Γι αυτό και η συγκεκριμένη ταινία έχει τέσσερις πρωταγωνιστές και περιορίζεται στο πανέμορφο νησί Φάρο μέσα σε ένα 24ωρο.

Παρακολουθούμε την άφιξη ενός πατέρα, καταξιωμένου συγγραφέα,  στο νησί Faro το καλοκαίρι, όπου εκεί βρίσκονται στο εξοχικό τους τα δύο του παιδία,  η Κάριν και ο Μίνους μαζί με τον σύζυγο της πρώτης. Το κεντρικό πρόσωπο εδώ είναι η Κάριν  η οποία βυθίζεται σταδιακά στη σχιζοφρένεια και την οποία υποδύεται  ε-ξ-α-ι-ρ-ε-τ-ι-κ-ό-τ-α-τ-α η Harriet Andersson. Η ταινία εξερευνά τις σχέσεις των τεσσάρων αυτών ανθρώπων επιχειρώντας έμμεσα μία σπάνια διείσδυση στον ψυχισμό τους. Ο Μπέργκμαν, έτσι, μας ξεδιπλώνει αργά  την εφηβική αφύπνιση της σεξουαλικότητας του Μίνους, την ανιδιοτελή αγάπη του Μάρτιν, συζύγου της Κάριν και πρόθυμο να θυσιαστεί για χάρη της, τον απόμακρο πατέρα που δεν διστάζει να εκμεταλλευτεί την ασθένεια της κόρης του, και φυσικά την ίδια την Κάριν. Αυτό το πολυσύνθετο ψυχογράφημα γίνεται με έναν τόσο φυσικό και άμεσο τρόπο όπως μόνο ο Μπέργκμαν καταφέρνει, κι εδώ δεν υπερβάλλω. Οποιοσδήποτε άλλος σκηνοθέτης επιχειρούσε το remake της ταινίας θα αποτύγχανε παταγωδώς. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος…

 stairs

Πρώτα απ’ όλα έχουμε τον μοναδικό Sven Nykvist ως διευθυντή φωτογραφίας να μας δίνει μάλλον την καλύτερη δουλειά του σε ταινία του Μπέργκμαν. Η κινηματογράφησή του λειτουργεί σε δύο κυρίως επίπεδα: στο πρώτο επίπεδο πρόκειται για την κινηματογράφηση των προσώπων καθαυτών, είτε βρίσκονται σε πρώτο πλάνο μόνα τους, είτε απεικονίζονται στο ίδιο πλάνο σε ζευγάρια (τυπικό πλάνο του σκηνοθέτη σε όλο σχεδόν το έργο του). Ο φωτισμός του κάθε προσώπου φαίνεται να προέρχεται από διαφορετική πηγή κι αυτό γιατί μαζί με τον Μπέργκμαν, ο Nykvist καταφέρνει να περάσει στον θεατή τη διάθεση και τον εσωτερικό κόσμο των πρωταγωνιστών, απλά αλλάζοντας τον φωτισμό του προσώπου τους. Παρατηρήστε, π.χ., πως συχνά η Κάριν φαντάζει απόκοσμα χλωμή, σαν να βγήκε από το «παραμύθι» που μας περιγράφει λεκτικά όποτε την πιάνουν οι νευρικές κρίσεις της. Στο δεύτερο επίπεδο ο φωτισμός αφορά τα τοπία, κι εδώ έχουμε να κάνουμε με το παιχνίδι ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, με κύρια συστατικά τη νυχτερινή θάλασσα, το φεγγάρι και τον μεταμεσονύκτιο ήλιο που κυριαρχεί στις όμορφες σκανδιναβικές χώρες το καλοκαίρι  (και στην περίπτωση της ταινίας, προσθέτει μία σαγηνευτικά παραμυθένια ατμόσφαιρα, όπως εισχωρεί από τα παράθυρα). Δεν θα ήταν υπερβολή να πως ότι η χρήση του φωτός το καθιστά τον πέμπτο πρωταγωνιστή της ταινίας.

glass2
Τώρα για τις ερμηνείες να πούμε ότι είναι το είδος της ερμηνείας που δεν συναντάς στο Χόλυγουντ. Συχνά ακούμε να κερδίζει το Όσκαρ ερμηνείας ο τάδε ηθοποιός για τον τάδε ρόλο και πιστεύουμε ότι πρόκειται για κάτι το ξεχωριστό. Για τον θεατή όμως που έχει δει Μπέργμαν, τα Όσκαρ ερμηνείας του Χόλυγουντ φαντάζουν γελοία. Και οι τέσσερις πρωταγωνιστές ερμηνεύουν τους ρόλους τους με τον πιο πειστικό τρόπο, με αποκορύφωση την Harriet Andersson που σε αφήνει άφωνο. Συχνά βλέπουμε τους πρωταγωνιστές να κοιτούν το κενό ή να βλέπουν τα άτομα απέναντί τους σαν προσπαθούν να τα διαπεράσουν, στην περίπτωση του Μπέργκμαν όμως (και κυρίως σε αυτή την ταινία) αυτό που ουσιαστικά επιχειρούν οι τέσσερις χαρακτήρες της ταινίας να κάνουν κοιτάζοντας το κενό, είναι μία μάταιη απόπειρα να κοιτάξουν πιο βαθειά μέσα τους.

glass1
Επιστρέφοντας πίσω στο σενάριο της ταινίας, νομίζω μου επιτρέπεται να μιλήσω λίγο παραπάνω γι αυτό χωρίς να αποκαλύψω πολλά…  Καταρχήν να πω ότι η ταινία ξεκινά με μία βαθειά ερμηνεία της 2ης σουίτας για τσέλο του Μπαχ που φαίνεται να ταιριάζει με τον εσωτερικό κόσμο και τον πόνο της Κάριν, ο οποίος πρέπει να πούμε ότι ξεδιπλώνεται αργά και φαίνεται να εκδηλώνεται αργά μες στη νύχτα, όταν ο μεταμεσονύκτιος ήλιος λάμπει απαλά ακόμα (στην ταινία η θάλασσα φαίνεται φωτισμένη μέσα από ένα ανοικτό παράθυρο σε διάφορα δωμάτια του σπιτιού, και η φυτογραφική ατμόσφαιρα είναι τέτοια που πραγματικά είναι λες και νιώθεις την υγρή καλοκαιρινή αύρα). Το ξύπνημα της Κάριν μες στη νύχτα ξεκινά από έναν τρομακτικό ήχο κάποιου πουλιού και συνεχίζεται στην εγκαταλελειμμένη σοφίτα (το ισχνό φως να διαπερνά το σκοτάδι συνεχώς) όπου ακούει φωνές να την καλούν μέσα στον τοίχο: στον απόκρυφο αυτό κόσμο της –όπως η ίδια θα μας περιγράψει- είναι μέρος μιας ομάδας ανθρώπων που γονατισμένοι περιμένουν να ανοίξει η πόρτα και να εμφανιστεί ο… Θεός!!! Η πόρτα θα ανοίξει κάποια στιγμή και ο Θεός θα εμφανιστεί στην Κάριν στην κλιμάκωση της ταινίας. (Αν θέλετε λοιπόν να Τον δείτε κι εσείς όπως φανερώθηκε στον Μπέργμαν και την Κάριν δεν έχετε παρά να δείτε την ταινία!)

Ένα παράξενο συναίσθημα με κάνει να θέλω να γράψω τόσα πολλά γι αυτή την ταινία, αλλά από την άλλη ο σεβασμός μου για τέτοια έργα τέχνης δεν μου το επιτρέπει. Ναι, για τόσο μεγάλο έργο πρόκειται. Το «Μέσα από το Σπασμένο Καθρέφτη» βρίσκει τον Μπέργκμαν αλλά και τον κινηματογράφο στο απόγειό του. Η ταινία είναι άριστη από όλες τις πλευρές, υπενθυμίζοντάς μας την αναγκαιότητα της Τέχνης απέναντι στη ματαιοδοξία της ανθρώπινής ύπαρξής μας.

Προσωπική Αξιολόγηση:    10 / 11


Το γελοίο αμερικάνικο τρέιλερ ήταν το μοναδικό δυστυχώς που βρήκα:

Inglourious Basterds

 

Λέω ΟΚ θα δω άλλη μία διασκεδαστική ταινία του Ταραντίνο και προετοιμάστηκα για μία χαλαρή βραδιά με ποπ κορν διαίτης και κόκα-κόλα light. Που να ξέρω τι με περιμένει;;; Από τις πιο ανέμπνευστες και προσβλητικές ταινίες που έχω δει τα τελευταία χρόνια -- χωρίς υπερβολή. Γι αυτό και το ανεπίσημο review στο blog μου.

Η ταινία ξεκινά με κακόγουστη παραλλαγή του Fur Elise να ακούγεται στη γαλλική εξοχή κι εδώ να πω ότι βρήκα το soundtrack πιο αλαλούμ και από την πλοκή της ταινίας και τα αμέτρητα κενά στο σενάριο. (Πηγαίνοντας στο imdb θα διαπιστώσετε ότι σπάνια μία ταινία έχει τόσα λάθη, ανακρίβειες και κενά στο σενάριο όσο το Inglourious Basterds.) Έπειτα οι κακόγουστες σκηνές διακατέχονται η μία την άλλη. Χωρίς προειδοποίηση ο θεατής βλέπει τον Brad Pitt (η πιο άσχημη του ερμηνεία;) και την παρέα του να αφαιρούν τα σκαλπ των ναζί, σε μία σκηνή που προκαλεί αναγούλα, είναι περιττή και απευθύνεται σε 18χρονους φαν των σπλάττερ. Κανείς σοβαρός σινεφίλ δεν θα μπορούσε να εγκρίνει την ωμότητα αυτή της φρικαλέας σκηνής και από τις λίγες φορές που αναγκάζομαι και τάσσομαι είμαι υπέρ λογοκρισίας στην τέχνη όταν πρόκειται για τόσο κακόγουστες σκηνές χωρίς λόγο ύπαρξης. Με παρόμοιο τρόπο, η σκηνή στο κελάρι περιέχει μία συζήτηση για ουίσκι όπου ο διάλογος αγγίζει τα όρια σαπουνόπερας. Η σκηνή όπου ο Landa (Cristoph Waltz) τρώει ανάγωγα στο εστιατόριο είναι απίθανη και η συμπεριφορά του αδικαιολόγητη για ανώτερο στέλεχος (στην Ελλάδα στην σχολή Ευελπίδων από τις κατώτερες βαθμίδες μαθαίνουν να τρώνε σωστά) και έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την εκλεπτυσμένη συμπεριφορά που έδειξε στην αρχή της ταινίας. Η σκηνή προς το τέλος όπου η πρωταγωνίστρια βάφεται μπροστά από τον καθρέφτη θυμίζει διαφήμιση των 80s για μάσκαρα. Σταματάω όμως με τις ανακρίβειες, όπως είπα υπάρχει ολόκληρη λίστα στο imdb για όποιον ενδιαφέρεται, απλά ας πάει στο τμήμα με τίτλο “goofs”.

Οι ερμηνείες από κακές ως μέτριες. Το σενάριο γεμάτο κενά και λάθη. Η σκηνοθεσία ίσως η χειρότερη του Ταραντίνο μέχρι σήμερα. Μία ταινία όπου για άλλη μια φορά οι Αμερικάνοι φαντάζουν πιο πολιτισμένοι και ως σωτήρες του πλανήτη. Ενώ οι Ευρωπαίοι παρουσιάζονται ως καρικατούρες (η συνάντηση στο γαλλικό καφέ εμπεριέχει όλα τα δυνατά κλισέ για την μποέμ γαλλική ζωή), κάθε φορά που ένας Αμερικάνος εξολοθρευτής εμφανίζεται ακούγεται επική η μουσική. (Και όχι δεν είμαι προκατειλημμένος, αντιθέτως θαυμάζω την Αμερική).

Βαθμολογώ με μείον ταινίες που όχι μόνο είναι κακής ποιότητας, αλλά μπορούν να είναι είτε προσβλητικές για την νοημοσύνη και το ήθος του θεατή και των ανθρώπινων αξιών, είτε επικίνδυνες για την εξέλιξη της ανθρωπότητας. Τo Inglourious Basterds πιστεύω ανήκει και στις δύο τελευταίες κατηγορίες, γι αυτό και δεν θα γράψω άλλο για αυτό. Ταινία για ηλικίες 15-20 ίσως (και άκρως επικίνδυνη η προβολή της σε άτομα τέτοιας ηλικίας). Είναι σαν ο σκηνοθέτης να φτύνει την Τέχνη και το αξίωμά της κατάμουτρα και να κινηματογραφεί απλά ένα τρίτης διαλογής προϊόν με το προσωπικό του στυλ. 

Προσωπική Αξιολόγηση:   -7/11


ΠΡΟΣΟΧΗ
: Ταινία επικίνδυνη, για όλες τις ηλικίες (από άποψη βίας, ρατσισμού και ιστορικής ανακρίβειας). Προτείνονται αντί αυτού -αν ενδιαφέρεστε για πρόσφατη σοβαρή τέχνη που καταπιάνεται με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο- από ταινίες Η Κάθοδος (Der Untergang) του Hirschbiegel και από βιβλία οι Ευμενίδες του Λίττελ (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη).

ΥΓ. Για όσους πιστεύουν ότι είμαι υπερβολικός ας διαβάσουν και κριτικές καταξιωμένων κριτικών στο εξωτερικό όπως της Guardian,  των New York Times, των Times και αυτή του New Yorker (βέβαια ότι στην Ελλάδα τέτοιες ταινίες θεοποιούνται από το κοινό λέει πολλά και για την παιδεία του Έλληνα θεατή αλλά και για την ποιότητα της ταινίας). Τέλος, πριν κάποιος μου πει πάλι ότι δεν κατάλαβα την ταινία, η απάντηση μου είναι: δεν υπάρχει κάτι να καταλάβω – η ταινία είναι βατή παρά το πανζουρλισμό και τα σεναριακά λάθη.

Thursday, August 20, 2009

L’ Eclisse

eclisseP

“Δύο άνθρωποι δεν θα έπρεπε να γνωρίζονται πολύ καλά αν θέλουν να ερωτευθούν. ..Αλλά τότε ίσως να είναι καλύτερα να μην ερωτευθούν καν…”

Vittoria (Monica Vitti), απευθυνόμενη στον Piero (Alain Dellon)












Τίτλος: L’ Eclisse (H Έκλειψη)

Σκηνοθέτης: Michelangelo Antonioni

Παραγωγή: 1962

Δεν δημιουργούνται πλέον τέτοιες ταινίες. Και για να μην γίνομαι υπερβολικός: δημιουργούνται, αλλά ίσως από 2-3 σκηνοθέτες μόνο, αραιά και που. Το L’Eclisse του Αντονιόνι ανήκει στην (ανεπίσημη) τριλογία που σκηνοθέτησε στις αρχές του ‘60, με θέμα την αποξένωση των ανθρώπινων σχέσεων και την έλλειψη επικοινωνίας. Επίκαιρο θέμα δεν θα έλεγα ότι είναι, αφού το ζήτημα της έλλειψης επικοινωνίας υπήρχε ανέκαθεν στην ιστορία της ανθρωπότητας και δεν συνιστά αυξανόμενο φαινόμενο όπως δείχνουν τα σημάδια των καιρών (τεχνολογία, παγκοσμιοποίηση, καπιταλισμός, κτλ.) και όπως είναι της μόδας να πιστεύουμε. Ίσως απλά ο άνθρωπος να είναι γεννημένος ως ον ανίκανο να επικοινωνήσει ουσιαστικά με άλλα ανθρώπινα όντα, και να είναι ένας από τους στόχους του να επιτύχει αυτή την επικοινωνία με απώτερο σκοπό την πνευματική του ανάπτυξη.

Ας μιλήσω όμως και για την ταινία καθαυτή. Οι τίτλοι ξεκινούν με χαρούμενη χορευτική μουσική να τους συνοδεύει, μέχρι που η ίδια μελωδία σταδιακά σβήνει για να αντικατασταθεί από απόκοσμους, μυστηριώδεις ήχους πιάνου. Η ταινία ξεκινά και βλέπουμε ένα πανέμορφο ζευγάρι μέσα στο μοντέρνο διαμέρισμα τους, σε ένα πλούσιο προάστιο της Ρώμης: την όλο χάρη Vittoria (Monica Vitti) με τον πολύ γοητευτικό Riccardo (Francisco Rabal). Μετά βίας ανταλλάσσουν ορισμένες κουβέντες και αναφέρονται σε μία συζήτηση που φαίνεται να κράτησε όλο το βράδυ και που οδήγησε την Vittoria στην απόφαση της να χωρίσουν. Το παραπάνω το διαπιστώνει ο θεατής με τον πιο παράξενο τρόπο, αφού οι ήρωες πλανώνται στον χώρο χωρίς να κοιτάνε ο ένας τον άλλον, μιλάνε ελάχιστα ως καθόλου και η κάμερα του Αντονιόνι διαλέγει παράξενες, γεωμετρικές οπτικές γωνίες για να μας αποδώσει την απόσταση μεταξύ τους. Χαρακτηριστική (και άκρως εντυπωσιακή) είναι μία σκηνή όπου η Vittoria παρατηρεί τον Riccardo να κάθεται σε μία καρέκλα στο γραφείο εντελώς ακίνητος, με στητά όρθια την πλάτη και τα χέρια ακουμπισμένα στα πόδια του, σαν άγαλμα κυριολεκτικά, να κοιτά μπροστά το κενό. Η Vittoria περνά από μπροστά του και ο ίδιος δεν ανοιγοκλείνει καν τα βλέφαρα, είναι λες και ζει σε ένα δικό του χωροχρόνο τη στιγμή εκείνη. Τότε η Vittoria πηγαίνει στο διπλανό δωμάτιο, κοιτάζεται στον καθρέφτη και με φρίκη κρύβει το πρόσωπο της σαν να θέλει να ξεφύγει. “Με αγαπάς; Πότε έπαψες να μ’αγαπάς;”, θα ρωτήσει κάποια στιγμή ο Riccardo σαν να ξυπνάει από το κώμα του, όπου η Vittoria θα του απαντήσει δύο φορές, “Δεν ξέρω.”


1962-monica-vitti-e-alain-delon-sul-set-di-l-eclisse-11018


Η παραπάνω σκηνή άνετα μπορεί να αποδώσει το κλίμα που διέπει αυτή την αριστουργηματική ταινία-μελέτη πάνω στις ανθρώπινες ερωτικές σχέσεις. Κι ας μην προσπαθεί ο Αντονιόνι να μας δώσει στοιχεία για το τι πραγματικά συμβαίνει, τις αιτίες αυτής της αποξένωσης.

Η ταινία βέβαια έχει και τα θορυβώδη και πληθωρικά τμήματά της και αυτά λαμβάνουν μέρος στο χρηματιστήριο της Ρώμης, όπου παρακολουθούμε εκατοντάδες κόσμο να κάνει τις συναλλαγές των μετοχών του μέσα σε ένα κλίμα που πιο πολύ ζούγκλα θυμίζει παρά οργανωμένο χώρο όπου συναλλάσσονται άνθρωποι. Ο κόσμος φαίνεται να βάζει τα δυνατά του για να κερδίσει την περιουσία του, ένα αδιάκοπο παιχνίδι που ούτε ο θάνατος δεν σταματά (όπως με πολύ ωραίο τρόπο μας παρουσιάζει ο Αντονιόνι σε μια σκηνή). Παραδόξως, όταν αφορά τα προσωπικά κέρδη του, ο άνθρωπος φαίνεται να βάζει τα δυνατά του να επικοινωνήσει με τους άλλους, κάτι που δεν ισχύει στον ίδιο χώρο και στην ίδια στιγμή, όταν δεν υπάρχει το προσωπικό όφελος. Έτσι και η αδυναμία της μητέρας της Vittoria να την ακούσει και να την καταλάβει.

Ο άλλος μεγάλος πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο επίσης γοητευτικός Alain Dellon στο ρόλο του χρηματιστή Piero, που όπως του λέει και η Vittoria σε κάποια στιγμή φαίνεται να μη μπορεί να σταθεί ακίνητος ούτε για ένα λεπτό, αφού τέτοια είναι η δουλειά του στον αγχωτικό τομέα των χρηματιστηριακών συναλλαγών. Ο ίδιος ένας αδίστακτος playboy (δεν θα αργήσει να παρατήσει κυριολεκτικά στον δρόμο την κοπέλα με την οποία βγαίνει, μόνο και μόνο επειδή άλλαξε το χρώμα των μαλλιών της), που όμως έχει την ικανότητα και την ανάγκη να αγαπήσει. Ο κόσμος του Piero είναι ένας κόσμος τόσο ξένος για την Vittoria. Η εμμονή του Αντονιόνι με το ξένο είναι διάχυτη σε αυτή του την ταινία. Κάποια στιγμή, αφού έχει χωρίσει με τον Riccardo, η Vittoria θα επισκεφθεί μία γειτόνισσα από την Κένυα. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι της τελευταίας πραγματικά μεταφέρει τον θεατή σε μία άλλη ήπειρο, με αποκορύφωμα τον ξέφρενο αφρικανικό χορό της Vittoria, μασκαρεμένη σαν ιθαγενής.

antonioni_420


Οι παραπάνω εικόνες μπορεί να φαντάζουν στον αναγνώστη που δεν έχει δει την ταινία ως αλλόκοτες και αταίριαστες – και θα ήταν αν δεν επρόκειτο για την απίστευτη μαεστρία του Αντονιόνι. Γιατί δεν έχουμε να κάνουμε με έναν απλό σκηνοθέτη αλλά με έναν auteur στην ιστορία του κινηματογράφου.

Οι εικόνες αυτές θα συνεχίσουν να τονίζουν τη σχέση (η καλύτερα τη μη-σχέση) των ανθρώπων με το περιβάλλον τους, γι αυτό και ο σκηνοθέτης επιμένει να τονίζει γεωμετρικά σχήματα: οι “ουρές” που αφήνουν τα αεροπλάνα στον ουρανό, οι συμμετρικές οικοδομές, οι παράλληλοι δρόμοι, τα σταυροδρόμια, μία μισοτελειωμένη οικοδομή, η ρυμοτομία της Ρώμης όπως φαίνεται πανοραμικά από το αεροπλάνο.

Ο Αντονιόνι λοιπόν φροντίζει να επικεντρωθεί περισσότερο στο φυσικό περιβάλλον των ηρώων σε συνάρτηση με το πως κινούνται και ενεργούν μέσα σε αυτό. Γι αυτό και ο διάλογος δεν επιχειρεί να αιτιολογήσει τις ενέργειες τους, παρά μόνο ελάχιστα. Καθώς συζητά με την φίλη της από την Κένυα, η Vittoria θα πει, “Εδώ τα πάντα είναι δύσκολα… Ακόμα και η αγάπη”, αναφερόμενη στην οργανωμένη ζωή μιας μεγαλούπολης, ενώ πρωτύτερα θα εκμυστηρευθεί, “Υπάρχουν στιγμές που το να κρατάς μία κλωστή και βελόνα, ή ένα βιβλίο, ή έναν άνδρα – είναι όλες το ίδιο.”

Η παραπάνω πρόταση μετουσιώνει το κλίμα όχι μόνο της συγκεκριμένης ταινίας αλλά και των υπόλοιπων της τριλογίας του Αντονιόνι. Όπου οι γυναίκες φαίνονται συνεχώς να προσπαθούν να αρνηθούν τα ερωτικά καλέσματα των ανδρών, και αφού εν τέλει ενδώσουν, προσπαθούν να δραπετεύσουν. Ο λόγος άγνωστος, μένει στον θεατή και το πως ερμηνεύει τη σκηνοθεσία του Αντονιίονι για να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Στη συγκεκριμένη ταινία, προς το τέλος, η Vittoria και ο Piero φαίνονται επιτέλους να ζουν τον έρωτα τους, σαν μικρά παιδία, κυλιούνται στο πάτωμα, φιλιούνται και ανανεώνουν το ραντεβού της για την επόμενη μέρα και την μεθεπόμενη, και για κάθε μέρα, όπως οι ίδιοι λένε. Μόνο που δευτερόλεπτα αργότερα, καθώς θα έχουν αποχαιρετιστεί, ο φακός του σκηνοθέτη θα εστιάσει στα πρόσωπα τους όπου ξαφνικά η αίσθηση χαράς και αγαλλίασης έχει αντικατασταθεί από έναν αόριστο μορφασμό ματαιότητας. Πώς είναι δυνατόν μέσα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα, η ψυχική κατάσταση των ανθρώπων να αλλάξει και την χαρά να κυριεύσει η αβεβαιότητα, ο φόβος και η ματαιότητα; Νομίζω ότι κάθε ώριμος άνθρωπος που έχει εμπλακεί σε σοβαρή σχέση έστω και μία φορά στη ζωή του μπορεί να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση… Ή μήπως όχι;

eclissestreet


Το φινάλε της ταινίας είναι και η ιδιόμορφη κατάληξη του τι έχει προηγηθεί. Ένας άγνωστος άνδρας κατεβαίνει από το λεωφορείο διαβάζοντας στην εφημερίδα για τα την εύθραυστη κατάσταση της ειρήνης - κάτι που δεν αναφέρθηκε διόλου κατά τη διάρκεια της ταινίας, αλλά το κλίμα αποξένωσης που φωτογραφίζει ο Αντονιόνι τα τελευταία 8 λεπτά της ταινίας, χωρίς κανένα διάλογο σε προϊδεάζουν για κάτι φριχτό: τρομακτικά πρόσωπα περαστικών στο δρόμο, άνθρωποι που μοιάζουν χαμένοι, κτίρια και δρόμοι χωρίς ψυχή, ένα γεμάτο βαρέλι με νερό να έχει τρυπήσει και να αδειάζει αργά…. Η “εξέλιξη” της αποξένωσης φαίνεται να απλώνεται πέρα από τις ερωτικές σχέσεις, και το μέλλον βουτηγμένο στο σκοτάδι να φωτίζεται μόνο από μία ηλεκτρική λάμπα.

Ίσως η καλύτερη στιγμή του Αντονιόνι, ένα αριστούργημα που επιβεβαιώνει πόσο μεγαλειώδης μπορεί να είναι η Τέχνη και πως ο σημερινός κινηματογράφος (με απειροελάχιστες εξαιρέσεις) αποτυγχάνει παταγωδώς να καταφέρει κάτι παρόμοιο.

Προσωπική Αξιολόγηση: 9,8 / 11*

*Στο σχόλια παρακάτω εξηγώ το 9.8 (το οποίο αρχικά ήταν 10).

Η σκηνή του αφρικάνικου χορού:

Tuesday, July 14, 2009

Public Enemies

publicenemiespost


Τίτλος: Public Enemies (Δημόσιος Κίνδυνος)
Σκηνοθέτης: Michael Mann
Παραγωγή: 2009


Ευχάριστη έκπληξη η ταινία του Michael Mann. Καταφέρνει να κάνει μια αδιάφορη ιστορία (αυτή του μεγαλύτερη εγκληματία στην δεκαετία του 30 στην Αμερική, John Dillinger) ικανή να καθηλώσει τον θεατή.

Ο Mann έχει πολλούς φαν στην Αμερική (άνδρες στην πλειοψηφία, αφού οι ταινίες του έχουν αρκετό κυνηγητό και πιστολίδι) και στο είδος του είναι από τους καλύτερους. Χρησιμοποιώντας ψηφιακή κάμερα που τις περισσότερες φορές χειρίζεται ο ίδιος, καταφέρνει να καταγράψει τις περισσότερες σκηνές με μία ψυχρή ακρίβεια, που ταιριάζει γάντι στο ύφος της ταινίας. Μάλιστα, συχνά ο θεατής δεν μπορεί παρά να μείνει εντυπωσιασμένος από τον τρόπο που ο σκηνοθέτης χειρίζεται την κάμερα, ακόμα και στις πιο απαιτητικές σκηνές. Οπότε, από αυτή την άποψη, η ταινία είναι άρτια, κι αν λάβουμε υπόψη και την υπερστυλιζαρισμένη φωτογραφία, είναι και αρκετά εντυπωσιακή. Προσθέστε σε αυτά κι ένα επιβλητικό, σχεδόν επικό, soundtrack από τον Elliot Goldenthal (μυρίζομαι υποψηφιότητα για όσκαρ πρωτότυπης μουσικής και πιθανή νίκη) και έχετε μια μεγαλοπρεπή γκανγκστερική ταινία.

public-enemies-court O Johnny Depp ως John Dillinger

Όσον αφορά το cast τώρα, έχουμε να κάνουμε με τον Johnny Depp στον πρωταγωνιστικό ρόλο του John Dillinger, τον Christan Bale στον ρόλο του πράκτορα του FBI Melvin Purvis, ο οποίος ηγείται την ομάδα καταδίωξης του Dillinger, και την Marion Cotillard ως την ερωμένη του Dillinger. Ο ρόλος της τελευταίας είναι μικρός και ερμηνευτικά αδιάφορος. Ο Johnny Depp ομολογώ ότι σε στοιχειώνει με την “ερμηνεία” του. Δεν έχει να κάνει τόσο με την υποκριτική του, αφού κι αυτή είναι περιορισμένη. Αρκείται απλά σε μυστηριώδη βλέμματα, μία υπνωτική προφορά και διάφορους μορφασμούς προσώπου. Δεν μπορούμε λοιπόν να μιλήσουμε για τον ρόλο της καριέρας του, όπως πολλοί φαν βιάζονται να συμπεράνουν (προσωπικά δεν πιστεύω ότι ο J. Depp έχει φτάσει σε τέτοιο υψηλό σημείο μέχρι τώρα, ίσως να χαραμίζεται και με τις επιλογές του – βλ. Πειρατές της Καραϊβικής και ταινίες Burton). Ερμηνευτικά, λοιπόν, δεν δείχνει κάτι το ιδιαίτερο και δεν μπορώ να ξέρω κατά πόσο μπορούν να ευθύνονται οι οδηγίες του σκηνοθέτη σε αυτόν τον τομέα. Τέλος, για τον Christian Bale μπορώ να πω ότι με έπεισε αρκετά στον ρόλο του αδίστακτου, ακριβή και σχολαστικού Melvin Purvis. Για μένα ξεχώρισε περισσότερο – ίσως έχει να κάνει και με το επιβλητικό παρουσιαστικό του.

bale O Christan Bale στον ρόλο του Melvin Purvis, FBI Bureau Chief

Από καλλιτεχνική άποψη η ταινία υστερεί. Καταρχήν ο Mann ακολουθεί πολλά χολιγουντιανά κλισέ που κουράζουν: την πρώτη φορά που βλέπουμε τον Purvis να πυροβολεί θανάσιμα κάποιον αυτό γίνεται με τη συνοδεία τραγουδιού του Otis Taylor, σε κάπως σαρκαστικούς τόνους, σαν να διακωμωδεί την σκηνή, και παρόμοια χλευαστική μουσική υπόκρουση συνοδεύει και άλλους θανάτους (κάπως κακόγουστα). Αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα, γι αυτούς που επιμένουν ότι ο Mann αποφεύγει τα κλισέ. Επίσης, το σενάριο έχει αρκετές υπερβολές για δραματικούς σκοπούς, και πολλές από τις σκηνές -ακόμα και ο διάλογος- δεν είναι πάντα ρεαλιστικές. Για μένα όμως δύο είναι τα βασικά μειονεκτήματα της ταινίας:

marion_cotillard_public_enemies H Marion Cotillard υποδύεται την ερωμένη του Dillinger, Billie Frechette

1. Ο χαρακτήρας του Dillinger. Όπως ανέφερα ο Michael Mann δεν διεισδύει στην προσωπικότητα του αδίστακτου εγκληματία παρά μόνο πολύ επιδερμικά. Τα συναισθήματά του για την ερωμένη του Billie Frechette περιγράφονται με μαεστρία για λίγα μόνο λεπτά μόνο, ενώ ο σκηνοθέτης φαίνεται μετά να την εξαφανίζει ως χαρακτήρα και να την εμφανίζει μόνο όταν το απαιτεί η πλοκή. Κρίμα, γιατί προσωπικά βρήκα το πρώτο μισό της ταινίας, όπου σκιαγραφείται έστω και ελάχιστα ο χαρακτήρας του Dillinger και η συναισθηματική του φύση, πολύ πιο ενδιαφέρον από το αδιάκοπο πιστολίδι που ακολουθεί έπειτα (το ανθρωποκυνηγητό στο σκοτεινό δάσος που φαίνεται να κρατάει αιώνες και αποτελείται από αδιάκοπη δράση ήταν και το μόνο σημείο που βαρέθηκα κατά τη διάρκεια της ταινίας).

2. Όπως έχω εξηγήσει και στο παρελθόν αξιολογώ μία ταινία ως έργο τέχνης. Και η τέχνη οφείλει να έχει κάποιον ανθρωπιστικό σκοπό συνήθως. Δεν μπορώ να καταλάβω λοιπόν τι μας αφορά η ιστορία ενός εγκληματία από τη στιγμή που δεν μαθαίνουμε τίποτα ουσιαστικό για την προσωπικότητα του (έστω και τα κίνητρα του). Αντιθέτως, τι σκοπό εξυπηρετεί το αδιάκοπο μπαμ-μπουμ, οι εκρήξεις, το αίμα που αναβλύζει…; Πώς μπορούν τα παραπάνω να μου προσφέρουν κάτι εποικοδομητικό και να με βοηθήσουν να εξελιχθώ ως άνθρωπος; Δεν ζητώ από τον σκηνοθέτη να αλλάξει genre (δεν προσδοκώ από τον Mann να γυρίσει και τις Γέφυρες του Μάντισον !!!), αλλά τουλάχιστον να μη στοχεύει μόνο στο αμερικάνικο κοινό, ούτε στον μέσο άνδρα θεατή, ειδικά τη στιγμή που μας έχει αποδείξει ότι έχει τόσο ταλέντο (βλ. Heat). Η ταινία σίγουρα θα μπορούσε να εμβαθύνει περισσότερο στις ανθρώπινες σχέσεις και λιγότερο στα πιστόλια και τη βία.

Για να τελειώσω: Τα παραπάνω δύο σημεία ήταν και τα μόνα αρνητικά που βρήκα. Περίμενα να βαρεθώ από τα πρώτα λεπτά, αλλά ωστόσο η ταινία Public Εnemies είναι καλογυρισμένη, με στυλ (αν και υπερβολική, κυρίως λόγω του μουσικού score), με ικανοποιητικές ερμηνείες, και την περισσότερη ώρα σε κρατάει καθηλωμένο στην οθόνη. Τεχνικά λοιπόν είναι σίγουρα άρτια, και ομολογώ ότι θα την ξαναέβλεπα. Από καλλιτεχνική άποψη, είναι από τις ταινίες που δεν νομίζω ότι έχει κάτι ουσιαστικό να προσφέρει (ίσως μάλλον η τόση βία να στρέφεται εναντίον της). Ωστόσο, βλέπεται ευχάριστα με παρέα στο σινεμά και παραμένει ως δείγμα προσεγμένου χολιγουντιανού σινεμά.


Προσωπική Αξιολόγηση: 5 / 11 *

*Και πριν προλάβουν τίποτα hard-core φαν του Michael Mann να με κατηγορήσουν για την βαθμολογία μου, να θυμίσω ότι με βάση την κλίμακα και τα στάνταρντ αξιολόγησής μου, ο βαθμός που έδωσα είναι πάρα πολύ καλός για το είδος και τις αδυναμίες της ταινίας.

Trailer της ταινίας:

Wednesday, July 8, 2009

The Piano

(Μαθήματα Πιάνου)
pianopost


Τίτλος: The Piano (Μαθήματα Πιάνου) 
Σκηνοθέτης: Jane Campion 
Παραγωγή: 1993
 
Μην αφήσετε το βουνό των υπερθετικών σχολίων που κατακλύζουν τα ‘Μαθήματα Πιάνου’ να σας αποθαρρύνει: Η ερωτική ιστορία του 19ου αιώνα από την Jane Campion ανταποκρίνεται στα προαναφερθέντα. Ετοιμαστείτε για κάτι ξεχωριστό.” Με αυτά τα λόγια ξεκινά την κριτική του ο Vincent Canby για τους New York Times to 1993, την χρονιά που κυκλοφόρησε η ταινία. Και είναι αλήθεια.

Το “Μαθήματα Πιάνου” ανήκει σε μία σπάνια κατηγορία ταινιών που ναι μεν είναι αγαπητές από το ευρύ κοινό, αλλά ταυτόχρονα και από τους πιο σκληροπυρηνικούς κριτικούς!

Παρακολουθούμε την ιστορία της Ada McGrath, μιας μουγκής Σκοτσέζας γυναίκας που αναγκάζεται μαζί με την κόρη της να αφήσει την πατρίδα της για να πάει στη Νέα Ζηλανδία και να παντρευτεί έναν άνδρα που δεν έχει δει ποτέ της. Αυτή τουλάχιστον είναι η εισαγωγή της ταινίας, αφού η ίδια η ταινία –γυρισμένη εξ’ ολοκλήρου στην άγρια φύση της Ν. Ζηλανδίας- προσφέρει πολύ περισσότερα από μία ερωτική ιστορία. Δεν θέλω όμως να αναφέρω τίποτα άλλο από το εξαιρετικό αυτό σενάριο.

1083_012199

Η ερμηνεία της Holy Hunter είναι μέσα στις καλύτερες γυναικείες ερμηνείες όλων των εποχών (βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας στο Φεστιβάλ Καννών, Όσκαρ Α' γυναικείας ερμηνείας). Δεν είναι υπερβολή να την χαρακτηρίσω ως συγκλονιστική. Ούτε υπερβολή είναι να χαρακτηρίσω ως καταπληκτική την ερμηνεία της νεαρής Anna Paquien, η οποία πήρε το όσκαρ Β΄ γυναικείας ερμηνείας (“Ένα από τα πιο εξαιρετικά παραδείγματα υποκριτικής από παιδί στην ιστορία του κινηματογράφου” – Rogert Ebert). O Harvey Keitel ως υποψήφιος εραστής της Ada με το σημαδεμένο πρόσωπό του (ο ίδιος Μαορί στην καρδιά) εμφανίζεται ως ένα πρωτόγονο στοιχείο ανάμεσα στη στημένη κοινωνία των Νεοζηλανδών κατοίκων και των ιθαγενών (Μαορί). Οι σκηνές όπου εμφανίζεται γυμνός να καθαρίζει το πιάνο ή όταν κρυμμένος κάτω από αυτό χαϊδεύει το πόδι της Ada μέσα από μία μικρή τρύπα που έχει η κάλτσα της, είναι φορτισμένες με μεγάλες δόσεις ερωτισμού, ίσως όπως μόνο μία γυναίκα θα μπορούσε να τον αποδώσει.

Βέβαια, το εξαιρετικό επίτευγμα της σκηνοθέτιδας Jane Campion είναι ότι έχει γράψει ένα πολύ ρομαντικό σενάριο (κέρδισε το όσκαρ σεναρίου) κι έχει σκηνοθετήσει άξια μία απίστευτα συναισθηματική ταινία δίχως ίχνος μελοδραματισμού. Ο φακός της παρατηρεί πράγματα που μόνο το γυναικείο μάτι ίσως να πρόσεχε. Εστιάζεται σε παράξενες γωνίες και αντικείμενα: από τη μία σε μεγαλόπνοα πλάνα με το πιάνο μόνο στην παραλία και πελώρια κύματα να σκάνε γύρω του, και αμέσως μετά σε σύντομα πλάνα που δείχνουν το αγχώδες ανέμισμα μια βεντάλιας ή το νευρικό κράτημα μιας απλής κούπας τσάι. Από τη μία η λάσπη, η βρωμιά, η αγγλική “εξευγενισμένη κοινωνία”, και από την άλλη το πιάνο, η μουσική, οι πρωτόγονοι Μαορί. Δύο κόσμοι τόσο διαφορετικοί που η συνύπαρξή τους συνθέτει το τοπίο της ανεξερεύνητης ζούγκλας που βρίσκεται τόσο εντός όσο και εκτός των βασικών χαρακτήρων της ταινίας. Ο Stuart Dryburgh, υπεύθυνος φωτογραφίας, κατάφερε ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα, αποδίδοντας τα αχανή δάση σε αποχρώσεις σκούρου μπλε και πράσινου, και φωτίζοντας τα πρόσωπα της Ada και της κόρης της με κατάχλωμες άσπρες αποχρώσεις αντίστοιχα (στην αρχή της ταινίας, κι ενώ οι Μαορί οδηγούν τις δύο πρωταγωνίστριες στο νέο τους σπίτι μέσα από την άγρια ζούγκλα, σταματάνε σε κάποιο σημείο παραπονούμενοι ότι αν συνεχίσουν από τον ίδιο δρόμο θα έρθουν αντιμέτωποι με τον χώρο ταφής των προγόνων τους -- χώρο φαντασμάτων. Την ίδια στιγμή η κάμερα εστιάζεται στα χλωμά πρόσωπα των δύο γυναικών κάνοντας απατηλούς υπαινιγμούς…)

the-piano2

Η ταινία έχει δύο μεγάλες κλιμακώσεις. Και οι δύο παρουσιάζονται με δραματικά οπερετικό τρόπο και σε αφήνουν άφωνο, προσηλωμένο στην οθόνη. Από μόνες τους θα μπορούσαν να αποτελούν σκηνές από πίνακα ζωγραφικής – όπως οι περισσότερες σκηνές στην ταινία άλλωστε. Σε συνδυασμό με την μουσική του Michael Nyman, μπορώ να πω ότι αυτό που βιώνει πλέον ο θεατής δεν είναι πλέον μια ιστορία που ξεδιπλώνεται στην οθόνη, αλλά ένα δραματικό ποίημα. Απλά δύο λόγια για τη μουσική: το soundtrack (μεγάλο best seller όταν κυκλοφόρησε η ταινία) ήταν αυτό που έκανε τον Nyman γνωστό στο ευρύ κοινό (σε αυτό το κοινό τουλάχιστον που δεν τον ήξερε από τις ταινίες του Greenaway ή που δεν ασχολείται με μοντέρνα μουσική –- αφού ήδη επρόκειτο για αρκετά καταξιωμένο συνθέτη). Η μικρή μου ένσταση είναι ότι 1-2 κομμάτια ακούγονται απλά ως αλλόκοτα μέσα στην ταινία. Είναι περίεργο να βλέπεις μία Σκοτσέζα στον 19ο αιώνα να παίζει στο πιάνο μινιμαλιστική μουσική (!!!), αντί π.χ. Σούμπερτ (για να αναφέρω έναν ρομαντικό). Ωστόσο, τέτοια είναι η συναισθηματική δύναμη του βασικού μουσικού θέματος για πιάνο, το οποίο ακούγεται κατά τη διάρκεια της ταινίας (και που μπορείτε να ακούσετε στο video στο τέλος της ανάρτησης αυτής), που πραγματικά σε συνεπαίρνει και σε πείθει ότι δεν πρόκειται για αναγνωρισμένη μουσική, αλλά μουσική που έγραψε η ίδια η Ada και βγαίνει κατευθείαν από την καρδιά της (“Η μουσική είναι η ομιλία της Ada”, αναφέρει ο Nyman στις σημειώσεις που συνοδεύουν το soundtrack).

campion Μία πραγματικά ξεχωριστή ταινία λοιπόν. Μοναδικό παράπονο ίσως ότι οι χαρακτήρες δεν είναι αρκετά τρισδιάστατοι. Όμως, όπως ανέφερα, η ταινία λειτουργεί με βάση το συναίσθημα πάνω απ’ όλα και σε κάνει να ξεχάσεις οτιδήποτε ατέλειες. Για μένα –και το έχω πει πολλές φορές- τα “Μαθήματα Πιάνου” είναι η πιο ποιητική ταινία που έχω δει. Πρόκειται για μια λυρική-δραματική ποίηση (σε αντίθεση π.χ. με την στοχαστική/υπερβατική ποίηση του Ταρκόφσκι, ενός μεγάλου ποιητή της 7ης τέχνης). Τέτοια είναι η συναισθηματική φόρτιση της ταινίας που έχει καταφέρει να συνεπάρει όλα τα είδη κοινού και κριτικών, ενώ κάποιος θα περίμενε, π.χ., ότι ο ρομαντισμός της δεν θα ήταν  αποδεκτός από τον αντρικό πληθυσμό. Παραμένει και το αριστούργημα της Κάμπιον (το “Πορτραίτο μιας Κυρίας”, αν και πολύ καλό καταπιάνεται με ένα μεγαλειώδες έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας και πιο δύσκολα πείθει για το είδος του, ενώ το “In the Cut” ήταν απλά… πρόχειρο). Αναμένεται φυσικά να δούμε τη νέα ταινία της Κάμπιον, την ερχόμενη σεζόν, η οποία έχει πάρει ήδη καλές κριτικές.

Το "Μαθήματα Πιάνου" δίκαια άξιζε το βραβείο καλύτερης ταινίας στις Κάννες το 1993. Είναι μία πραγματικά ξεχωριστή ταινία-αριστούργημα βουτηγμένη στην ποίηση και σε έναν εξωτικό κόσμο, όπου τα συναισθήματα παίρνουν διαστάσεις παραμυθιού.


Προσωπική Αξιολόγηση: 8,5 / 11

Δυστυχώς το youtube δεν μου επιτρέπει να κάνω embed το εξής video, αλλά προτείνω σε όλους να δούνε μία από τις ομορφότερες σκηνές στην ταινία. Είναι η στιγμή που η Ada (Holly Hunter) έχει ήδη παρακαλέσει τον Baines (Harvey Keitel) να πάρει αυτήν και την κόρη της γι άλλη μια φορά στην παραλία που έχουν παρατήσει το πιάνο, όπου και παίζει μέχρι το βράδυ. Πραγματική μαγεία...

Thursday, June 25, 2009

Belle de Jour

(Η Ωραία της Ημέρας)
belle_de_jour

Τίτλος: Belle de Jour (1967) (Η Ωραία της Ημέρας)
Σκηνοθέτης: Luis Buñuel
Παραγωγή: 1967

Έξοχη ταινία. Θυμάμαι είχα πρωτοδεί το Belle de Jour, σε μία επανέκδοση πριν κάποια χρόνια. Το ξαναείδα πρόσφατα και δεν περίμενα να μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση (σκεπτόμενος ότι μάλλον δεν είναι από τις καλύτερες του Buñuel, αν και ομολογουμένως είναι η πιο προσιτή του).

Η Catherine Deneuve –δεν θυμάμαι να την έχω δει πιο γοητευτική- υποδύεται την Séverine Serizy, μια ευσεβή, αριστοκρατική γυναίκα που ζει σε ένα πολυτελές διαμέρισμα με τον γοητευτικό χειρούργο σύζυγό της και φαντασιώνεται ερωτικές σκηνές σαδομαζοχισμού και ταπείνωσης. Σύντομα θα αποφασίσει να εργαστεί κρυφά σε οίκο ανοχής τα απογεύματα, κάνοντας έτσι μία διπλή ζωή.

belledejoubedr

Η ερμηνεία της Deneuve είναι η καλύτερη μάλλον που έχω δει από την ίδια κι αυτό γιατί ο ρόλος της αριστοκρατικής, συγκρατημένης πόρνης πολυτελείας της ταιριάζει γάντι (!!!) Η μεταμόρφωσή της όταν θα ερωτευθεί τον επικίνδυνο εγκληματία Marcel (άλλη μία έξοχη ερμηνεία από τον Pierre Clementi) είναι άξια θαυμασμού για το πως καταφέρνει να αλλάξει εσωτερικά, παραμένοντας φαινομενικά η ίδια! Για μένα αυτό είναι το μεγαλείο της πραγματικά εξαιρετικής ερμηνείας: σχεδόν αδιάκριτες αλλαγές στον τρόπο συμπεριφοράς του ηθοποιού, που σε πείθουν αυτομάτως ότι έχει γίνει μία εσωτερική μεταμόρφωση, χωρίς ωστόσο αυτή η αλλαγή να είναι ορατή στο ανεξοικείωτο μάτι του μέσου θεατή!

Ο Buñuel με στωική, απέριττη σκηνοθεσία, αποφεύγει κάθε συναισθηματισμό και υπερβολή και μπαίνει κατευθείαν στην ουσία. Μοναδικό τέχνασμα, που ξεφεύγει από την αποστασιοποιημένη κινηματογραφική του αντικειμενικότητα, οι σκηνές ερωτικών φαντασιώσεων που συνοδεύονται από τον ήχο των αλόγων που σέρνουν το κάρο, και που με τη σειρά τους δημιουργούν μία ονειρική ατμόσφαιρα, τρομακτική και ψυχρή ταυτόχρονα. Και σε αυτό το σημείο να κάνω και μία αναφορά στο χιτσκοκικό σασπένς που δημιουργεί ο σκηνοθέτης και πραγματικά σε καθηλώνει από την πρώτη κιόλας σκηνή της ταινίας.

Belle_de_jourkeyhole

Το να πει κανείς ότι το νόημα της ταινίας είναι η αποτύπωση της πτώσης της μπουρζουαζίας και της καλής κοινωνίας, είναι σαν να μειώνει το έργο σε αυτονόητα κλισέ. Η ταινία έχει πολύ μεγαλύτερο βάθος και πιστεύω ότι δεν μπορεί να αγγίξει όλους τους ανθρώπους: συγκεκριμένα δεν απευθύνεται σε άτομα σεμνότυφα και συντηρητικά που δεν παραδέχονται καν τις φαντασιώσεις τους. Είναι για ένα πιο ελίτ κοινό, πιο διανοούμενο, το οποίο συμπεριλαμβάνει και τον φιλήδονο θεατή (ή καλύτερα τον φιλήδονο, αλλά σεξουαλικά καταπιεσμένο άνθρωπο).

Το Belle de Jour είναι μία πολύ κομψή και αριστοκρατική ταινία από αισθητική άποψη. Κρύβει όμως τη σκληρή πραγματικότητα μιας πέτρινης, άκαρδης θα λέγαμε ηδονής, της σαρκικής επαφής με το άγνωστο και αντίθετο από αυτό που είμαστε. Ορίζει την (αυτο)ταπείνωση ως αναγκαιότητα για μία υγιή ερωτική ζωή. Η απιστία και το ψέμα είναι απαραίτητα πλέον για την εξισορρόπηση μιας συζυγικής ζωής, ακόμα κι όταν αγαπάς τον σύντροφό σου: μόνο έτσι μπορείς να του προσφέρεις τον αληθινό σου εαυτό. Ακούγονται προκλητικά όλα αυτά; Το Belle de Jour σε κάνει να πιστεύεις ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος ώστε να επιτέλους να δεις την ηρωίδα του ευτυχισμένη. Δεν είναι μία απλά καλή ταινία, είναι ένα εξαιρετικό έργο τέχνης δοσμένο με κρύα χειμερινά χρώματα, από έναν πολύ σημαντικό σκηνοθέτη και με μία αξέχαστη ερμηνεία από την κορυφαία Catherine Deneuve. 

Προσωπική Αξιολόγηση: 9 / 11
Σκηνή από την ταινία: η Catherine Deneuve υποδέχεται τον πρώτο της πελάτη – κάπως άτσαλα και αποτυχημένα…

Wednesday, June 3, 2009

Dancer in the Dark

Τίτλος: Dancer in the Dark

Σκηνοθέτης: Lars von Trier

Παραγωγή: 2000

Ξεκινώντας να πω ότι ο Lars von Trier έιναι ένας σκηνοθέτης που θαυμάζω για την τόλμη του και τους ριψοκίνδυνους πειραματισμούς του με τον κινηματογράφο, και ένας καλλιτέχνης του οποίου τα έργα περιμένω κάθε φορά με έντονη ανυπομονησία (και η αλήθεια είναι ότι κάθε ταινία του μου αφήνει κάτι το διαφορετικό).

Έχοντας πει τα παραπάνω, να τονίσω ότι όσοι δεν έχετε ξαναδεί ταινία του Lars von Trier είναι καλύτερα να ξεκινήσετε από το Breaking the Waves (Δαμάζοντας τα Κύματα). Το Dancer in the Dark ναι μεν κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών το 2000, αλλά δίχασε τους κριτικούς. Συγκεκριμένα είχε την ίδια αποδοχή που έτυχε και η νέα ταινία του σκηνοθέτη (Αντίχριστος) στο φετινό φεστιβάλ: γιουχαΐσματα και χειροκρότημα. Βέβαια στο φετινό φεστιβάλ ο Lars von Trier αυτοανακηρύχθηκε ως “ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης στον κόσμο!”, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Προσωπικά θυμάμαι ότι η δική μου εμπειρία την πρώτη φορά που είδα το Dancer in the Dark στο σινεμά ήταν μοναδική: πρώτη φορά είχα βιώσει συναισθήματα θλίψης και πόνου τόσο έντονα, όσο έβλεπα την ταινία.

Στην ταινία πρωταγωνιστεί η Bjork στο ρόλο μιας φτωχής μητέρας από την πρώην Τσεχοσλοβακία που σταδιακά χάνει το φως της. Γι αυτό κι έχοντας μετακομίσει στην Αμερική ως εργάτρια σε εργοστάσιο, προσπαθεί να μαζέψει χρήματα για την εγχείρηση του γιού της (μας εξηγεί ότι η ασθένεια της είναι κληρονομική). Η Selma (όπως και ονομάζεται ο χαρακτήρας που υποδύεται η Bjork) λατρεύει τα musicals (αυτό λειτουργεί και ως πρόφαση για τον σκηνοθέτη ώστε να μετατρέψει την ταινία σε ένα πειραματικό musical). Κατά τη διάρκεια της ταινίας λοιπόν, η Selma θα πέσει θύμα απίστευτης εκμετάλλευσης, όπως συνηθίζει άλλωστε να μεταχειρίζεται ο σκηνοθέτης τις πρωταγωνίστριές του τα τελευταία χρόνια. Διστακτική αλλά πρόθυμη φίλη της που της συμπαραστέκεται είναι η Catharine Deneuve (ναι καλά διαβάσετε) στο ρόλο επίσης της μετανάστριας που δουλεύει στο ίδιο εργοστάσιο (ναι, κι αυτό καλά το διαβάσετε).. Στην πορεία η Selma θα κατηγορηθεί για φόνο και θα δικαστεί, θα περάσει πολλά μαρτύρια και αμέτρητα ψέματα θα ειπωθούν εις βάρος της. Σε αυτό το σημείο να πω ότι το σενάριο χαρακτηρίστηκε από τους επικριτές της ταινίας ως υλικό σαπουνόπερας, και με την άποψη αυτή θα συμφωνήσω 100%.

dancer_in_the_dark_2000_685x385


Οι ερμηνείες είναι άκρως αλλόκοτες. Η Bjork υποδύεται την Τσέχα που εργάζεται στην Αμερική και έχει βρετανική προφορά! Η προφορά της Catharine Deneuve είναι σαφώς γαλλική, ενώ τον μικρό που υποδύεται τον γιο της Bjork τον διακρίνει μία κάπως σλάβικη προφορά. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά –και όπως συμφωνούν και αρκετοί Αμερικάνοι θεατές- η ταινία δεν σε πείθει ότι διαδραματίζεται στην Αμερική. Πράγμα λογικό, αφού τα περισσότερα γυρίσματα έγιναν στη Σουηδία και τη Δανία. Αναλογίζεστε λοιπόν ότι επικρατεί ένα πολιτισμικό κομφούζιο και πραγματικά σε κάνει να σκέφτεσαι κατά πόσο μπορεί ένας σκηνοθέτης να υποτιμά τη νοημοσύνη του κοινού: ποιος καλλιτέχνης πραγματικά μπορεί να πιστεύει ότι θα μπορούσε να πείσει το κοινό τόσο για τις ταυτότητες των χαρακτήρων του όσο και για το φυσικό περιβάλλον της ταινίας;

Όσο για το γεγονός ότι πρόκειται για ταινία που τηρεί τους κανόνες του Dogme95 (φυσικός φωτισμός, όχι μακιγιάζ, χειροκίνητη κάμερα, κτλ.) είναι απίστευτα ριψοκίνδυνη η απόφαση του Lars von Trier να γυρίσει την ταινία σαν musical. Τα χορευτικά δεν πείθουν και υπάρχει ακόμα και έλλειψη συγχρονισμού ανάμεσα στους χορευτές που δεν περνάει απαρατήρητη. Τα τραγούδια της Bjork δεν δένουν ούτε με τα αμερικάνικα μιούζικαλ που η ίδια θαυμάζει, ούτε με το γενικότερο περιβάλλον της ταινίας. Πέρα από τις πρόχειρες χορογραφίες η ταινία έχει μια πληθώρα από τεχνικά λάθη: τα μαλλιά της πρωταγωνίστριας σε κάποιες πολύ άσχημες μονταρισμένες σκηνές αλλάζουνε εμφανώς θέση σε κλάσματα δευτερολέπτου, ενώ υπάρχει πρόβλημα ανάμεσα στον συγχρονισμό του ήχου και αυτά που λένε οι χαρακτήρες. Το τελευταίο συμβαίνει επειδή κάποιοι ρόλοι παίζονται από Σουηδούς ηθοποιούς οι οποίοι μετά ξαναηχογραφήθηκαν από φωνές Αμερικάνων ηθοποιών. Και περισσότερα ακόμα “λάθη”: υποτίθεται ότι και η Bjork και η Deneuve υποδύονται δύο αλλοδαπές μετανάστριες και πραγματικά προσπαθούν να μας πείσουν ότι τα αγγλικά τους δεν είναι καλά. Ωστόσο ο διάλογος είναι συχνά αφύσικος, αφού μπορεί μέσα στην ίδια πρόταση να χρησιμοποιήσουν τα πιο απλά αγγλικά και ξαφνικά να αναφέρουν τις πιο εξειδικευμένες εκφράσεις!

Η Bjork κέρδισε το βραβείο ερμηνείας στις Κάννες. Ήταν η πρώτη και μοναδική φορά (σύμφωνα με τα λεγόμενα της) που έπαιξε σε ταινία. Η συμπεριφορά της χαρακτηρίστηκε αντιεπαγγελματική αφού είναι αλήθεια ότι τόλμησε να αποχωρήσει κάποια στιγμή από το set χωρίς να δώσει εξηγήσεις, μόνο για να επιστρέψει ξανά τρεις μέρες αργότερα (φήμες θέλουν την Catharine Deneuve εξοργισμένη από τη συνεργασία της μαζί της). Προσωπικά βρίσκω τις ερμηνείες από τον κάθε ηθοποιό υπερβολικές όσο δεν χωράει άλλο. Και γι αυτό μάλλον ευθύνεται ο σκηνοθέτης, βάζοντας τους πρωταγωνιστές τους συχνά να κοιτάνε το κενό όσο μιλάνε, ακολουθώντας εύκολες λύσεις που συχνά συναντάμε σε φθηνές δραματικές τηλεπαραγωγές, ενώ επιμένει να κάνει zoom τονίζοντας κάθε σημαντική σκηνή, υποτιμώντας για άλλη μια φορά τη νοημοσύνη του θεατή και την ικανότητά του να προσέξει ο ίδιος τις λεπτομέρειες επί της οθόνης.

Επειδή όμως ήδη αναφέρθηκα στην υποτίμηση νοημοσύνης, νομίζω ότι αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στην ψυχική εκμετάλλευση που είναι αναγκασμένος να υποστεί ο θεατής κατά τη διάρκεια της ταινίας. Όπου ο Lars von Trier χρησιμοποιεί κάθε μελοδραματικό τρικ για να συγκινήσει τον θεατή, να τον κάνει να νιώσει πραγματικά μάρτυρας του πιο μισάνθρωπου κόσμου, μέχρι που θα τον αναγκάσει να κλάψει. Για μένα αυτός ο ψυχικός καταναγκασμός είναι το χειρότερο στοιχείο της ταινίας και ντρέπομαι να ομολογήσω ότι την πρώτη φορά που είδα την ταινία στο σινεμά έπεσα θύμα του (στο τέλος θυμάμαι να φεύγω από την αίθουσα ράκος…)

Η ταινία άρεσε και αρέσει σε πολύ κόσμο. Οι φαν της Bjork τη λατρεύουν, το ίδιο και οι “σινεφίλ” που ενδιαφέρονται για πειραματικό σινεμά. Νομίζω είναι σημαντικό όμως να κρίνουμε την ταινία με αντικειμενικά κριτήρια και όχι με το πόσο μας συγκίνησε (και παραδέχομαι για άλλη μια φορά ότι καμιά ταινία δεν με είχε συγκινήσει τόσο την πρώτη φορά που την είδα): πρόκειται για μία αντικειμενικά κακογυρισμένη ταινία (από τεχνική άποψη), αισθητικά χαμηλού επιπέδου, με υπερβολικές ερμηνείες που δεν πείθουν, χωρίς σαφή προσανατολισμό, με έντονες τις διαθέσεις του σκηνοθέτη για τη συναισθηματική εκμετάλλευση του θεατή. Προσωπική μου άποψη είναι ότι στην τέχνη έχει μεγάλη σημασία η ειλικρίνεια με την οποία ο καλλιτέχνης φανερώνει την αλήθεια στο κοινό. Όπως συμβαίνει με πολλούς avant-garde καλλιτέχνες, πρόκειται για ένα έργο που δίνει την εντύπωση ότι δημιουργήθηκε για να προκαλέσει και να σπάσει κάποια καλούπια, με έναν επιφανειακό και ανειλικρινή τρόπο, χωρίς να καταφέρνει τελικά να μετουσιωθεί σε νέο είδος ή πρότυπο.

Προσωπική Αξιολόγηση: –6 / 11

ΥΓ. Για την βαθμολογία μου: είχα βάλει σε μία ταινία του Shyamalan –4/11. Όμως το Dancer in the Dark είναι κατώτερου επιπέδου, και δεν αναφέρομαι σε προσωπικούς ενδοιασμούς που μπορεί να έχω, αλλά ακόμα και αν το κρίνω μόνο από το τεχνικό του μέρος, το οποίο ενδείκνυται για αντικειμενική κριτική.

Απόσπασμα από την ταινία: