Τίτλος: Public Enemies (Δημόσιος Κίνδυνος)
Σκηνοθέτης: Michael Mann
Παραγωγή: 2009
Ευχάριστη έκπληξη η ταινία του Michael Mann. Καταφέρνει να κάνει μια αδιάφορη ιστορία (αυτή του μεγαλύτερη εγκληματία στην δεκαετία του 30 στην Αμερική, John Dillinger) ικανή να καθηλώσει τον θεατή.
Ο Mann έχει πολλούς φαν στην Αμερική (άνδρες στην πλειοψηφία, αφού οι ταινίες του έχουν αρκετό κυνηγητό και πιστολίδι) και στο είδος του είναι από τους καλύτερους. Χρησιμοποιώντας ψηφιακή κάμερα που τις περισσότερες φορές χειρίζεται ο ίδιος, καταφέρνει να καταγράψει τις περισσότερες σκηνές με μία ψυχρή ακρίβεια, που ταιριάζει γάντι στο ύφος της ταινίας. Μάλιστα, συχνά ο θεατής δεν μπορεί παρά να μείνει εντυπωσιασμένος από τον τρόπο που ο σκηνοθέτης χειρίζεται την κάμερα, ακόμα και στις πιο απαιτητικές σκηνές. Οπότε, από αυτή την άποψη, η ταινία είναι άρτια, κι αν λάβουμε υπόψη και την υπερστυλιζαρισμένη φωτογραφία, είναι και αρκετά εντυπωσιακή. Προσθέστε σε αυτά κι ένα επιβλητικό, σχεδόν επικό, soundtrack από τον Elliot Goldenthal (μυρίζομαι υποψηφιότητα για όσκαρ πρωτότυπης μουσικής και πιθανή νίκη) και έχετε μια μεγαλοπρεπή γκανγκστερική ταινία.
Όσον αφορά το cast τώρα, έχουμε να κάνουμε με τον Johnny Depp στον πρωταγωνιστικό ρόλο του John Dillinger, τον Christan Bale στον ρόλο του πράκτορα του FBI Melvin Purvis, ο οποίος ηγείται την ομάδα καταδίωξης του Dillinger, και την Marion Cotillard ως την ερωμένη του Dillinger. Ο ρόλος της τελευταίας είναι μικρός και ερμηνευτικά αδιάφορος. Ο Johnny Depp ομολογώ ότι σε στοιχειώνει με την “ερμηνεία” του. Δεν έχει να κάνει τόσο με την υποκριτική του, αφού κι αυτή είναι περιορισμένη. Αρκείται απλά σε μυστηριώδη βλέμματα, μία υπνωτική προφορά και διάφορους μορφασμούς προσώπου. Δεν μπορούμε λοιπόν να μιλήσουμε για τον ρόλο της καριέρας του, όπως πολλοί φαν βιάζονται να συμπεράνουν (προσωπικά δεν πιστεύω ότι ο J. Depp έχει φτάσει σε τέτοιο υψηλό σημείο μέχρι τώρα, ίσως να χαραμίζεται και με τις επιλογές του – βλ. Πειρατές της Καραϊβικής και ταινίες Burton). Ερμηνευτικά, λοιπόν, δεν δείχνει κάτι το ιδιαίτερο και δεν μπορώ να ξέρω κατά πόσο μπορούν να ευθύνονται οι οδηγίες του σκηνοθέτη σε αυτόν τον τομέα. Τέλος, για τον Christian Bale μπορώ να πω ότι με έπεισε αρκετά στον ρόλο του αδίστακτου, ακριβή και σχολαστικού Melvin Purvis. Για μένα ξεχώρισε περισσότερο – ίσως έχει να κάνει και με το επιβλητικό παρουσιαστικό του.
Από καλλιτεχνική άποψη η ταινία υστερεί. Καταρχήν ο Mann ακολουθεί πολλά χολιγουντιανά κλισέ που κουράζουν: την πρώτη φορά που βλέπουμε τον Purvis να πυροβολεί θανάσιμα κάποιον αυτό γίνεται με τη συνοδεία τραγουδιού του Otis Taylor, σε κάπως σαρκαστικούς τόνους, σαν να διακωμωδεί την σκηνή, και παρόμοια χλευαστική μουσική υπόκρουση συνοδεύει και άλλους θανάτους (κάπως κακόγουστα). Αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα, γι αυτούς που επιμένουν ότι ο Mann αποφεύγει τα κλισέ. Επίσης, το σενάριο έχει αρκετές υπερβολές για δραματικούς σκοπούς, και πολλές από τις σκηνές -ακόμα και ο διάλογος- δεν είναι πάντα ρεαλιστικές. Για μένα όμως δύο είναι τα βασικά μειονεκτήματα της ταινίας:
1. Ο χαρακτήρας του Dillinger. Όπως ανέφερα ο Michael Mann δεν διεισδύει στην προσωπικότητα του αδίστακτου εγκληματία παρά μόνο πολύ επιδερμικά. Τα συναισθήματά του για την ερωμένη του Billie Frechette περιγράφονται με μαεστρία για λίγα μόνο λεπτά μόνο, ενώ ο σκηνοθέτης φαίνεται μετά να την εξαφανίζει ως χαρακτήρα και να την εμφανίζει μόνο όταν το απαιτεί η πλοκή. Κρίμα, γιατί προσωπικά βρήκα το πρώτο μισό της ταινίας, όπου σκιαγραφείται έστω και ελάχιστα ο χαρακτήρας του Dillinger και η συναισθηματική του φύση, πολύ πιο ενδιαφέρον από το αδιάκοπο πιστολίδι που ακολουθεί έπειτα (το ανθρωποκυνηγητό στο σκοτεινό δάσος που φαίνεται να κρατάει αιώνες και αποτελείται από αδιάκοπη δράση ήταν και το μόνο σημείο που βαρέθηκα κατά τη διάρκεια της ταινίας).
2. Όπως έχω εξηγήσει και στο παρελθόν αξιολογώ μία ταινία ως έργο τέχνης. Και η τέχνη οφείλει να έχει κάποιον ανθρωπιστικό σκοπό συνήθως. Δεν μπορώ να καταλάβω λοιπόν τι μας αφορά η ιστορία ενός εγκληματία από τη στιγμή που δεν μαθαίνουμε τίποτα ουσιαστικό για την προσωπικότητα του (έστω και τα κίνητρα του). Αντιθέτως, τι σκοπό εξυπηρετεί το αδιάκοπο μπαμ-μπουμ, οι εκρήξεις, το αίμα που αναβλύζει…; Πώς μπορούν τα παραπάνω να μου προσφέρουν κάτι εποικοδομητικό και να με βοηθήσουν να εξελιχθώ ως άνθρωπος; Δεν ζητώ από τον σκηνοθέτη να αλλάξει genre (δεν προσδοκώ από τον Mann να γυρίσει και τις Γέφυρες του Μάντισον !!!), αλλά τουλάχιστον να μη στοχεύει μόνο στο αμερικάνικο κοινό, ούτε στον μέσο άνδρα θεατή, ειδικά τη στιγμή που μας έχει αποδείξει ότι έχει τόσο ταλέντο (βλ. Heat). Η ταινία σίγουρα θα μπορούσε να εμβαθύνει περισσότερο στις ανθρώπινες σχέσεις και λιγότερο στα πιστόλια και τη βία.
Για να τελειώσω: Τα παραπάνω δύο σημεία ήταν και τα μόνα αρνητικά που βρήκα. Περίμενα να βαρεθώ από τα πρώτα λεπτά, αλλά ωστόσο η ταινία Public Εnemies είναι καλογυρισμένη, με στυλ (αν και υπερβολική, κυρίως λόγω του μουσικού score), με ικανοποιητικές ερμηνείες, και την περισσότερη ώρα σε κρατάει καθηλωμένο στην οθόνη. Τεχνικά λοιπόν είναι σίγουρα άρτια, και ομολογώ ότι θα την ξαναέβλεπα. Από καλλιτεχνική άποψη, είναι από τις ταινίες που δεν νομίζω ότι έχει κάτι ουσιαστικό να προσφέρει (ίσως μάλλον η τόση βία να στρέφεται εναντίον της). Ωστόσο, βλέπεται ευχάριστα με παρέα στο σινεμά και παραμένει ως δείγμα προσεγμένου χολιγουντιανού σινεμά.
Προσωπική Αξιολόγηση: 5 / 11 *
*Και πριν προλάβουν τίποτα hard-core φαν του Michael Mann να με κατηγορήσουν για την βαθμολογία μου, να θυμίσω ότι με βάση την κλίμακα και τα στάνταρντ αξιολόγησής μου, ο βαθμός που έδωσα είναι πάρα πολύ καλός για το είδος και τις αδυναμίες της ταινίας.
Trailer της ταινίας:
Δεν είναι υπέροχο που ο καθένας βλέπει μια διαφορετική ταινία;
ReplyDeleteΤο σκέλος του ανθρωπισμού είναι κάτι που σε διαβεβαιώ πάμπολλοι δεν είδαν ούτε στο Heat.
Δεν ξέρω αν η Τέχνη πρέπει να έχει άλλον σκοπό από την έκφραση και, οπωσδήποτε, δεν ξέρω να εκτιμήσω μια ταινία ως έργο τέχνης.
(Ο Purvis είναι "όργανο" - αρχηγός του F.B.I. είναι ο Hoover)
Τον ανθρωπισμό τον διέκρινα στο Heat, το οποίο μου άρεσε και περισσότερο.
ReplyDeleteΝομίζω ότι η τέχνη είναι κάτι παραπάνω από έκφραση: αν ήταν έτσι τότε και ο τεχνίτης, π.χ. ένας ξυλουργός μπορεί να εκφράζεται φτιάχνοντας ένα τραπέζι. Το τραπέζι όμως αυτό μας βοηθά πρακτικά μεν, αλλα δεν μας δίνει περαιτέρω ερεθίσματα... Χαζό παράδειγμα, αλλά είναι αργά αυτή την ώρα. Απλά πιστεύω ότι η τέχνη συνδέεται έμμεσα και άμεσα με την πνευματική ανάπτυξή μας.
(Για τον Purvis: είναι κι αυτός chief buraeu, αρχηγός της ομάδας εναντίον του Dillinger, αλλά θα το αλλάξω σε "πράκτορας".)
Έχοντας δει όλες τις ταινίες του Mann (αύριο θα δω το Public Enemies) θεωρώ ότι το πιο δυνατό του σημείο είναι να κάνει επίσης πρωταγωνιστή το περιβάλλον στο οποίο κινούνται οι ήρωες: από το φυσικό τοπίο του "Τελευταίου των Μοϊκανών" μέχρι τη μεγαλούπολη του "Collateral". Είναι από τους λίγους υπάρχοντες σκηνοθέτες που ισορροπεί το Χολυγουντιανό εμπορικό στυλ και το αξιοπρεπές θέαμα...
ReplyDeleteΕντάξει,περίμενα και χειρότερα.Κατά τη γνώμη μου,πρόκειται για ένα τυπικό δείγμα υποφερτού Χόλιγουντ.Δηλαδή ένα άρτιο κατασκεύασμα τεχνικής τελειότητας,που από μέσα είναι εντελώς άδειο,δεν περιέχει τίποτα πέρα πα'το κενό.
ReplyDeleteΣυμφωνώ με την παρατήρησή σου σχετικά με τη βία και με αφορμή αυτή την ταινία,θέλω να καταγγείλω(ουπς,πολύ πομπώδης έγινα ξαφνικά,αλλά χαλάλι) το φαινόμενο της "διασκεδαστικής βίας".Η βία ως γνωστόν είναι κάτι δύσπεπτο,βάναυσο,σκληρό,τραχύ και ως εκ τούτου το φυσικό θα ήταν η θέασή της να προκαλεί δυσφορία στον θεατή.Αντίθετα,ένα μεγάλο μέρος της ετήσιας κινηματογραφικής παραγωγής,διακωμωδώντας τη βία,την αποφορτίζει και τη σχηματοποιεί με αποτέλεσμα να μοιάζει τελικά ανώδυνη,ακόμ κι ευχάριστη.
Δεν ηθικολογώ,αλλά μου φαίνεται εξωφρενικά παράλογο και υποκριτικό να στηλιτεύονται για τη βιαιότητά τους δημιουργίες όπως το "Funny Games" ή το "Σαλό",οι οποίες-είτε μας αρέσουν είτε όχι-αποτυπώνουν την βία στην αληθινή,απωθητική κι επώδυνη μορφή της και αντίθετα να μένει στο απυρόβλητο η κάθε χαζοταινία όπου το πιστολίδι πάει σύννεφο και το αίμα τρέχει ποτάμι...
Ετερώνυμος