Ταινία: Το Συμβάν (The Happening)
Thursday, July 10, 2008
The Happening: το είδαμε και αυτό!
Ταινία: Το Συμβάν (The Happening)
Tuesday, July 1, 2008
Ταινίες που είδα πρόσφατα
Contact (1997, Robert Zemeckis)
Persona (1966, Ingmar Bergman)
Η Ώρα του Λύκου [Vargtimmen], (1968, Ingmar Bergman)
H Ζωή των Άλλων, [Das Leben der Anderen], (2006, Florian Henckel von Donnersmarck)
Οι Καταραμένοι, [Caduta degli dei], (Luchino Visconti, 1969)
Ο Καθρέφτης, [Zerkalo] (1975, Andrei Tarkovsky)
Indiana Jones and the Kingdom of the Crystal Skull (2008, Steven Spielberg)
My Own Private Idaho, (Gus van Sant, 1991)
Contact
Προσωπική αξιολόγηση: 7/11
Και τώρα λίγα λόγια για την ταινία: σταθερή, ειλικρινής σκηνοθεσία χωρίς υπερβολές. Μετρημένη (όπως πάντα) η ερμηνεία της Jodie Foster. Ένα πολύ δυνατό σενάριο του Sagan. Όπως στο 2001 οι εξωγήινοι "εμφανίζονται" ως ιδιοφυείς μη-οντότητες πέρα από την ανθρώπινη μας ικανότητα να τις συλλάβουμε ως ύπαρξη. Η ταινία λειτουργεί πολύ επιτυχημένα σε πολλά επίπεδα: φιλοσοφικό, θρησκευτικό, υπαρξιακό, ψυχολογικό, επιμένοντας σε θέματα της ανθρώπινης ύπαρξης, της ύπαρξης Θεού και των συναισθηματικών μας φορτίων ως ακλόνητα στοιχεία που εξακολουθούν να υπάρχουν στην απεραντοσύνη του σύμπαντος. Τόσο καλή είναι η ταινία που θα μπορούσε να είναι ένα μικρό αριστούργημα.
Persona
Προσωπική Αξιολόγηση: 8/11
Η ταινία έχει πολύ προχωρημένη σκηνοθεσία για την εποχή της, σε σημείο που τότε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και avant garde. Μόνο η σεκάνς που ανοίγει την ταινία με τις φαινομενικά ασύνδετες σκηνές σε σοκάρει με μοναδικό τρόπο (μακάρι να με είχε προειδοποιήσει κάποιος για την ταραντούλα που εμφανίζεται από το πουθενά σε μία από αυτές τις σκηνές!) Οι ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών δεν είναι απλά καλές, αλλά εξαιρετικές, κυρίως της Liv Ullman! Το ίδιο και η φωτογραφία στην άγρια, ξεγυμνωμένη παραλία όπου και διαδραματίζεται η ταινία, αλλά κυρίως το μοντάζ και ήχος. Άρτια και από τεχνικό και από καλλιτεχνικό επίπεδο!
Η Ώρα του Λύκου
Προσωπική Αξιολόγηση: 7/11
Είναι η μόνη ταινία του Bergman που έχει χαρακτηριστεί ως ταινία τρόμου -- λανθασμένος τελείως χαρακτηρισμός κατά την άποψή μου. Η ταινία είναι περισσότερο ένα σουρεαλιστικό εν μέρη ψυχογράφημα της προσωπικότητας ενός διαταραγμένου καλλιτέχνη. Πόσο διαταραγμένος είναι όμως; Που τελειώνει η αλήθεια και που αρχίζει η παράνοια; Και πόσο κοντά είναι τα όρια μεταξύ ελεύθερης δημιουργικής σκέψης και παραλογισμού;
Οι Καταραμένοι
Προσωπική Αξιολόγηση: 5/11
Η αισθητικά άψογη σκηνοθεσία του μεγάλου Visconti, η οποία λειτούργησε άριστα στον Γατόπαρδο και τον Θάνατο στη Βενετία, φαίνεται να μην αρμόζει σε τέτοιου είδους φιλμ. Τα συνεχή αργά ζουμ στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών φαίνονται να γίνονται άσκοπα χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο και τελικά κουράζουν. Το σενάριο είναι τόσο αδύναμο που μερικοί σύγχρονοι κριτικοί ακόμα αναρωτιούνται πως και η ταινία πήρε το όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου! Οι ερμηνείες είναι μέτριες: και σαν να μην έφτανε αυτό, στην ταινία παίζουν μεγάλοι ηθοποιοί της εποχής, αλλά το πρόβλημα είναι ότι το καστ περιλαμβάνει πολλές διαφορετικές εθνικότητες, με αποτέλεσμα το dubbing στην αγγλική γλώσσα να φαίνεται πρόχειρη δουλειά. Ενδεικτικά να πω ότι τόσο το σενάριο όσο και οι διάλογοι θυμίζουν πολλές φορές σαπουνόπερα τύπου Νταλλας και Δυναστεία και όχι ταινία ενός από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους σκηνοθέτες του παρελθόντος.
Η Ζωή των Άλλων
Προσωπική Αξιολόγηση: 3/11
Η σκηνοθεσία είχε πολλά κλισέ από Ηollywood και αυτό ήταν κάτι που με ενόχλησε: μια-δυο one-liner ατάκες και ο ομοιογενής και προγραμματισμένος χειρισμός της κάμερας σε κάποιες σκηνές αλά αμερικάνικο θρίλερ --γενικά η επόμενη σκηνή της ταινίας και ο τρόπος που επρόκειτο να διαδραματιστεί ήταν τόσο προβλέψιμος! Λες και ο σκηνοθέτης είχε βάλει εμπρός τον αυτόματο πιλότο του οποίου η διαδρομή είναι σε εμάς γνωστή. Για να μην αναφέρω την ροπή του σκηνοθέτη προς πρόχειρο μελοδραματισμό αρκετές φορές μες στην ταινία. Προσθέστε σε όλα αυτά και ένα από τα χειρότερα, πιο πρόχειρα sοundtracks που έσω ακούσει τελευταία και το αποτέλεσμα δεν διαφέρει από μία τηλεταινία. Βασικά αυτό ακριβώς πίστευα ότι έβλεπα: μια αμερικάνικη τηλεταινία και όχι κινηματογράφο. Μου έκανε εντύπωση πόσος πολύς κόσμος είπε ότι είναι από τις καλύτερες ταινίες που έχουν δει τα τελευταία χρόνια. Τι να πω. Ή δεν βλέπει αρκετές ταινίες ή έχει πολύ χαμηλά κριτήρια;
Ο Καθρέφτης
Προσωπική Αξιολόγηση: 9/11
Ο Καθρέφτης όμως είναι ίσως η πιο προσωπική του ταινία. Εν μέρη αυτοβιογραφική, με τον πατέρα του να απαγγέλλει ποίηση και τη μητέρα του σκηνοθέτη να παίζει διπλό ρόλο. Γεμάτη αφηρημένες αναμνήσεις και σκηνές ασπρόμαυρες να διακόπτουν τα γήινα χρώματα της φωτογραφίας του. Και ακριβώς επειδή είναι και η πιο αφηρημένη του ταινία ο ενδοιασμός μου για το 10. Άλλωστε πιστεύω ότι έχει κάνει ακόμα καλύτερες ταινίες, όπως το κορυφαίο Αντρέι Ρουμπλιόφ! Αλλά όπως είπα είναι κάπως ανέντιμο να κρίνεις έναν τόσο μεγάλο σκηνοθέτη, οπότε και σταματάω.
Κατά τα άλλα τι να πρωτοπω: για το σενάριο που φαίνεται να πηδάει από τη μία σκηνή στην άλλη άρρυθμα και άτσαλα; Τις ξύλινες ερμηνείες; Tην σκηνοθεσία όπου αυτή τη φορά ο Spielberg φαίνεται να βάζει στο μίξερ όλα τα κλισέ και τις cool ατάκες των προηγούμενων ταινιών και να μας τις προσφέρει ως κάτι φρέσκο; Tα ρατσιστικά σχόλια/αντιμετώπιση των Ρώσων και οτιδήποτε μη-Αμερικάνικου ως κατώτερου και ξένου; Tην over the top ερμηνεία της Κate Blanchet? Την μουσική που πρέπει να είναι από τα χειρότερα και ανέμπνευστα soundtracks που έχει γράψει o John Williams απλά ανακυκλώνοντας το βασικό θέμα του Indiana Jones σε βαρετές παραλλαγές; Aν ξαναέβλεπα την ταινία θα μπορούσα να βρω κι άλλα πολλά, αλλά α) δεν θέλω να σπαταλήσω έτσι τον χρόνο μου, β) μερικές φορές αν κάτι είναι τόσο κακό είναι προτιμότερο να μην του δίνεις τόση σημασία. Κρίμα πάντως ο σκηνοθέτης που μας έδωσε ταινίες όπως το Saving Private Ryan και το Schindler's List να φτιάξει κάτι τόσο κακό μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τα πλήθη.
My Own Private Idaho, Gus van Sant, 1991
Προσωπική Αξιολόγηση: 8/11
Το κύριο χαρακτηριστικό που σου μένει είναι η μοναδική ερμηνεία του River Phoinix. Πολυτάλαντος ηθοποιός, κρίμα που έφυγε τόσο νωρίς... Η σκηνοθεσία είναι -όπως μας συνηθίζει ο σκηνοθέτης- άμεση, αργή, οι σκηνές να λούζονται από μια μεστότητα. Το σενάριο βασίζεται εν μέρη στον Henry IV του Shakespeare, με διαλόγους να χρησιμοποιούνται ατόφιοι σε μερικές σκηνές.
Friday, May 30, 2008
INLAND EMPIRE: O πιο Πνευματικός David Lynch
(Peter Bradshaw, The Guardian, κριτική για το INLAND EMPIRE)
Πριν συνεχίσω για το INLAND EMPIRE να αναφερθώ σύντομα στις δύο προηγούμενες ταινίες του David Lynch. Το Lost Highway ήταν για μένα η καλύτερη ταινία του (πριν κυκλοφορήσει το INLAND EMPIRE) και παραμένει η πιο ολοκληρωμένη για μένα, από άποψη σεναρίου κυρίως. Είναι σαν να έχει μία αρχή-μέση-τέλος, μια δομή πιο ξεκάθαρη από αυτήν που έχουν οι επόμενες ταινίες. Έχοντας πει αυτό όμως, εξακολουθώ να πιστεύω ότι πρόκειται για την πιο δυσνόητη ταινία του Lynch. Το Mulholland Drive, η πιο γνωστή στο κοινό ταινία του μετά το Blue Velvet, ήταν για μένα μια μικρή απογοήτευση. Σίγουρα είναι η πιο προσεγμένη ταινία του Lynch, με ένα άψογο soundtrack, τέλειες φωτογραφίες, δυνατές ερμηνείες (κάτι που δεν παίζει όμως και τόσο μεγάλο ρόλο στις ταινίες του David Lynch). Είχε έναν έντονο συναισθηματισμό που έλειπε από το Lost Highway. Από την άλλη δεν είχε τη συνοχή του τελευταίου. Να υπενθυμίσω ότι το Mulholland Drive αρχικά γράφτηκε ως σενάριο για τηλεοπτική σειρά -- κάτι που νομίζω πως φαίνεται στην ταινία, κυρίως από το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα σε αρκετές σκηνές (βλ. πχ. πως δεν δένουν μεταξύ τους τόσο καλά οι σκηνές μέρας-νύχτας). Με το Mulholland Drive ο Lynch προσωπικά μου έδωσε την εντύπωση ότι ήθελε να κάνει κάτι πιο εύκολο, πιο εμπορικό και προσιτό στο κοινό (όσο προσιτή μπορεί να είναι μια ταινία του Lynch).
Ευτυχώς το INLAND EMPIRE είναι από τις πιο ιδιότροπες, προσωπικές ταινίες του σκηνοθέτη (όσοι έχετε δει το θρυλικό Eraserhead θα ξέρετε για τι μιλάω). Για μένα είναι -μαζί με το Lost Highway- ότι πιο ολοκληρωμένο μας έχει δώσει τελευταία. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια ο Lynch περιλαμβάνει σε μια ταινία του συναίσθημα σαν αυτό του Mulholland Drive, ένα δυνατό σενάριο όπως στο Lost Highway, αφήνοντας πίσω τις super-στυλιζαρισμένες εικόνες του και τα "πλούσια" soundtracks του Badalamenti. Αντ' αυτών, στρέφεται σε ένα πιο αυθόρμητο, πιο ωμό look με την digital camera και την παρανοϊκή μουσική του Penderecki.
Και τώρα να αναφερθώ στην ταινία καθαυτή και τι είναι αυτό που την κάνει τόσο ξεχωριστή από τις υπόλοιπες ταινίες του Lynch: η πνευματικότητα που διέπει ολόκληρη την ταινία και η επιτυχημένη διπλή κάθαρση του φινάλε. Όλες οι ταινίες του Lynch στοχεύουν σε μια κάθαρση που έρχεται είτε με τον θάνατο, είτε με την μεταμόρφωση, είτε με την επιστροφή σε κάποια αρχή. Ό,τι υπήρχε στις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη ως σήμα κατατεθέν υπάρχει και εδώ: λάμπες που τρεμοσβήνουν, δωμάτια που μεταμορφώνονται, διάδρομοι που οδηγού σε διαφορετικά σημεία, μυστηριώδης επιγραφές, και φυσικά ο ιδιόρρυθμος, σχεδόν αλλόκοτος διάλογος. Αυτή τη φορά φαίνεται ότι ο David Lynch έχει καταφέρει να ενσωματώσει όλα αυτά με τον πιο πειστικό τρόπο, ώστε να οδηγούν σε μία coda-εφιάλτη που με τη σειρά της φέρνει την ταινία στην πνευματική κάθαρσή της. Για να μην αναφερθώ καν στην καταπληκτική ερμηνεία της πρωταγωνίστριας Laura Dern, είναι πραγματικά ό,τι καλύτερο έχουμε δει ποτέ σε ταινία του Lynch.
Μπορεί να μην είπα τίποτα για το σενάριο και την πλοκή της ταινίας, αλλά δεν υπάρχει νόημα για κάτι τέτοιο -- o λόγος που βλέπουμε μια ταινία του David Lynch δεν είναι για να λύσουμε κάποιο μυστήριο, παρά για να παραδεχτούμε ότι τα όνειρα και οι εφιάλτες που βλέπουμε έχουν μια διάσταση που τελικά ίσως να μην είναι τόσο προσωπική όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Ο σκηνοθέτης όταν πολλές φορές ρωτήθηκε με τι θέμα καταπιάνεται το INLAND EMPIRE απαντούσε απλά, "It's about a woman in trouble", και αυτό είναι και μία συνοπτική περιγραφή της ταινίας. Να μην ξεχνάμε άλλωστε ότι συγκεκριμένο σενάριο δεν είχε δοθεί καν στους πρωταγωνιστές, ούτε ο ίδιος ο σκηνοθέτης είχε κάποιο γραπτό σενάριο στα χέρια του, παρά μόνο διάφορες σκηνές ασύνδετες μεταξύ τους. Οι ίδιοι δεν ήξεραν καν τι συμβαίνει ακόμα και λίγο πριν την προβολή της ταινίας στο Φεστιβάλ Βενετίας (ο πρωταγωνιστής Justin Theroux δήλωσε στους δημοσιογράφους: "Δεν θα μπορούσα να σας πω περί τίνος πρόκειται, και σε αυτό το σημείο δεν ξέρω καν αν ο David Lynch θα μπορούσε. Έχει γίνει για μας ένα είδος απασχόλησης - η Laura Dern κι εγώ καθόμαστε στο σετ προσπαθώντας να καταλάβουμε τι συμβαίνει." Υπερβολική δήλωση κατά την άποψή μου: προσωπικά την βρίσκω την πιο κατανοητή ταινία του σκηνοθέτη, τουλάχιστον σε σχέση με το Lost Highway και το Mulholland Drive, αλλά πολλοί θα διαφωνήσουν)
-Mulholland Drive: πλούσια σε συναίσθημα, αδύναμη σεναριακά (το αντίθετο δηλ. από την προηγούμενη ταινία).
-INLAND EMPIRE: η πιο πνευματική ταινία του Lynch και η πιο ολοκληρωμένη από κάθε άποψη, σε σχέση πάντα με τις παραπάνω.
Έχοντας πει αυτά, να καταλήξω λοιπόν ότι το INLAND EMPIRE είναι ένα αριστούργημα που θα μπορούσε να αγγίξει το τέλειο, κάτι που ελπίζω ο David Lynch να μας επιφυλάσσει για το μέλλον. Πάντως αν κρίνω από το αποτέλεσμα του INLAND EMPIRE, μάλλον αυτό δεν θα αργήσει να έρθει, εκτός αν ο σκηνοθέτης κάνει πάλι σκηνοθετική στροφή προς κάποιο άλλο είδος. Είναι ταινία που επιβάλλεται να δεις τουλάχιστον και δεύτερη φορά αν θέλεις να την καταλάβεις, αλλά αυτό από μόνο του συνιστά μια διπλή απόλαυση και την δυνατότητα διείσδυσης σε έναν πολύ εσωτερικό κόσμο που υπάρχει μέσα στον καθέναν μας βαθιά κρυμμένος.
"However, for those prepared to meet Lynch on his terms, it provides a dazzling and mesmeric filmic trip, the nearest film has got to replicating the effect of modern jazz or providing an exposition of quantum theory. Lynch has found a space somewhere between the narrative film and the way artists employ film as a device within installations to achieve resonance beyond the frame - he definitely breaks new ground." - DVDTIMES
Thursday, March 27, 2008
Εξιλέωση
Σκηνοθέτης: Joe Wright
Προσωπική Αξιολόγηση:
6.5 / 11
Πολύ Καλή
Αριστερά: Η πρωταγωνίστρια Keira Knightley. Όλα αρχίζουν και τελειώνουν με νερό...
Το Atonement πολύ εύκολα θα μπορούσε να καταντήσει μελοδραματική και απλοϊκή ταινία αν δεν ήταν για την ευαίσθητη και περίτεχνη σκηνοθεσία του Joe Wright..... Η υπόθεση θα μπορούσε να είναι βγαλμένη από ιταλική όπερα (και ο ήρωας της ταινίας ακούει σε κάποια στιγμή την Boheme) γι αυτό και εύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν μία ρομαντική ιστορία -- είναι όμως κάτι παραπάνω από αυτό. Ο σκηνοθέτης τονίζει τις επιπτώσεις του πολέμου στον χαρακτήρα των ανθρώπων, δείχνοντας μας ότι ο θάνατος και η απόγνωση του πολέμου (ή μια οποιασδήποτε καταστροφή που μας επηρεάζει σε τέτοιο βαθμό) εντείνουν την ανάγκη για αγάπη και συντροφικότητα, τονίζοντας την απίστευτη μοναξιά μας. Αυτή η περιγραφή τώρα μπορεί να τοποθετεί την ταινία σε μπανάλ καλούπια, αλλά όπως προανέφερα ο σκηνοθέτης φροντίζει να προσεγγίσει τους ήρωες όχι σαν πλάσματα που περιστρέφονται γύρω από τον έρωτά τους, αλλά σαν οντότητες-κομμάτια ενός παζλ που συνθέτουν την εικόνα μιας ανθρωπότητας στα όρια της απόγνωσης.
Η ταινία αρχίζει με μία μυστηριώδη βουτιά της πρωταγωνίστριας Cecilia σε ένα συντριβάνι μπροστά στα μάτια του Robbie, ενός βοηθού στην πατρική έπαυλή της τον οποίο συνδέουν φιλικές σχέσεις πολλών χρόνων με την οικογένεια. Αυτή τη σκηνή βλέπει και η 13χρονη Briony, αδερφή της Cecilia, κρυφά από ένα παράθυρο της έπαυλής τους και φαίνεται να καταλαβαίνει κάτι που εμείς δεν γνωρίζουμε, αλλά αργότερα θα μάθουμε ότι της φέρνει αναμνήσεις από μία άλλη "βουτιά" που πρόλαβε και έκανε αυτή πριν την αδερφή της. Μετά έρχεται ένα μεγάλο ψέμα και μία παρεξήγηση που θα ταράξει τις σχέσεις των τριών... Και μετά έρχεται και ο... πόλεμος.
Καθώς ο ήρωας μας περιπλανάται στα χωράφια της Γαλλίας, σταματάει κάποια στιγμή σε ένα ξέφωτο και κοιτάζει τον ουρανό. Η σκηνή φωτίζεται από μία λάμψη που κρατάει λίγα μόλις δευτερόλεπτα. Έπειτα όλα επιστρέφουν στις κανονικές τους αποχρώσεις. Ήταν μία σκηνή αγαλλίασης και ευτυχίας που έφυγε γρήγορα. Αμέσως μετά, στο επόμενο πλάνο, ο πρωταγωνιστής θα έρθει αντιμέτωπος με πρωτόγνωρα γι αυτόν συναισθήματα: μπροστά στα πόδια του θα βρει δεκάδες μαθήτριες, ξαπλωμένες στο πράσινο, η μια κολλημένη πάνω στην άλλη, όλες νεκρές.
Έργο του Richard Ernst Eurich
Η μουσική από τον Dario Marianelli (V for Vendetta, The Brothers Grimm) κέρδισε το όσκαρ πρωτότυπου soundtrack και περιλαμβάνει τον γνωστό πιανίστα Jean-Yves Thibaudet, διάσημος κυρίως για το γαλλικό μουσικό ρεπερτόριο (Ravel, Satie, Debussy). Δένει ωραίο με την ταινία -- και εδώ να επισημάνω ότι στην ταινία η χρήση του ήχου της γραφομηχανής δίνει συχνά το ρυθμό στην πλοκή: στο μοντάζ συχνά αυτός ο αδιάκοπος ήχος των πλήκτρων της γραφομηχανής συγχωνεύεται με τις μελωδίες του soundtrack με πολύ πρωτότυπο και πετυχημένο τρόπο.
Η σκηνοθεσία είναι αυτή που κάνει την ταινία να ξεχωρίζει από παρόμοιες ταινίες, όπως ήδη έχω πει: προσεγμένη, ευαίσθητη, δεξιοτεχνική σε μερικές στιγμές. Γίνονται συχνές χρήσεις flash-back με αποτέλεσμα το ενδιαφέρον να εντείνεται, ενώ η τελική σκηνή σε ένα τηλεοπτικό studio (σκηνη που δεν υπάρχει στο βιβλίο) καταφέρνει να κάνει την ταινία επίκαιρη, κάνοντας πιο έυκολη τη ταύτιση μας με τα συναισθήματα των ηρώων. Στο τέλος έχουμε να κάνουμε με μία πολυ προσεγμένη ταινία, έξυπνα σκηνοθετημένη και με αρκετό συναίσθημα. Η προηγούμενη ταινία του σκηνοθέτη Joe Wright ήταν το Pride and Prejudice το 1995 (Περηφάνια και Προκατάληψη). Με την Εξιλέωση δεν κάνει ένα, αλλά δέκα βήματα μπροστά, και τοποθετείται ανάμεσα στους ανερχόμενους σκηνοθετες που η εξέλιξη τους στο μέλον θα αναμένεται με πολύ ενδιαφέρον.
ΥΓ. Σχετικά με το soundtrack: διάβασα κάπου ότι ο λόγος που το soundtrack του Θα Χυθεί Αίμα δεν προτάθηκε για Όσκαρ ήταν επειδή πέρα από πρωτότυπη μουσική περιείχε και ήδη δημοσιευμένα κομμάτια (Brahms). Τότε για ποιον λόγο προτάθηκε (και πήρε) Όσκαρ η Εξιλέωση που περιέχει κομμάτια από Puccini και Debussy; Αν κάποιος γνωρίζει ας με διαφωτίσει...
Thursday, March 20, 2008
Θα Χυθεί Αίμα
(Θα Χυθεί Αίμα)
Σκηνοθέτης:
Paul Thomas Anderson
Προσωπική Αξιολόγηση:
9.5 / 11
Αριστούργημα
Το There Will Be Blood δεν είναι απλά η καλύτερη ταινία της χρονιάς που πέρασε. Είναι -για μένα τουλάχιστον, αλλά και για πολλούς άλλους- από τις καλύτερες, ίσως και η καλύτερη, αμερικάνικη ταινία των τελευταίων χρόνων. Βραβεύτηκε (δικαίως) στο Φεστιβάλ Βερολίνου με την Ασημένια Άρκτο για τη σκηνοθεσία της και τη μουσική της.
Ο σκηνοθέτης Paul Thomas Anderson είχε ως μέντορα τον Robert Altman και αυτό φαίνεται στις προηγούμενες ταινίες του (Boogie Nights, Magnolia). Πριν δω την ταινία περίμενα να δω κάτι σε παρόμοιο στυλ των προηγούμενων ταινιών του (οι οποίες παρεμπιπτόντως ήταν εξαιρετικές) αλλά το There Will Be Blood ξεπέρασε κάθε προσδοκία μου. Ένα έπος με σκηνοθεσία τόσο μινιμαλιστική, θεατρικές ερμηνείες που συχνά αγγίζουν τα όρια της υπερβολής, ένα soundtrack εκπληξη που συνδυάζει Brahms και ατονική μοντέρνα μουσική από τον κιθαρίστα των Radiohead, μία πλοκή που ξεδιπλώνεται ανομοιόμορφα και 2-3 κλιμακώσεις που θυμίζουν τις δραματικές όπερες του R. Strauss.
Το στυλ της ταινίας παράξενο, απόκοσμο, όπως έγραψε ένας κριτικός μοιάζει η ταινία να προσγειώθηκε από άλλο πλανήτη! Οι αρχικές στιγμές θυμίζουν έντονα Kubrick (στην ταινία δεν υπάρχει διάλογος για τα πρώτα 15 λεπτά -- και όχι 20 όπως πολλοί παραπονιούνται!) Οι θεατρικές ερμηνείες και διάλογοι, καθώς και τα λιτά σκηνικά παραπέμπουν σε ταινίες του Lars von Trier και την αισθητική του Dogma. Και πιστέψτε με, πρέπει να δείτε την ταινία για να καταλάβετε πόσο αλλόκοτα δένει το πρωτότυπο soundtrack με τις σκηνές (καιρό είχα να ακούσω τόσο ευρηματικό soundtrack σε αμερικάνικη ταινία!)
Από σκηνοθετική άποψη κάποιες σκηνές είναι απλά και μόνο αριστουργηματικές. Ένα από τα ατυχήματα (έχει αρκετά) με τις πετρελαιοπηγές θυμίζει σκηνές αποκάλυψης (προσωπικά μου θύμισε αρκετά τη σκηνή της πυρκαγιάς μες στο απόλυτο σκοτάδι στην Ώρα του Λύκου του Χάνεκε.) Σε μια άλλη σκηνή ο Daniel Plainview (Daniel Day Lewis) πηγαίνει στην παραλία με τον αδερφό του: αφού μπει μέσα στα ήρεμα νερά και καθώς παρατηρεί τον τελευταίο, ένα μεγάλο κύμα -σκηνοθετικό τέχνασμα- έρχεται από πίσω του ακριβώς, προϊδεάζοντας μας για κάτι σκοτεινό που περνάει από το μυαλό του πρωταγωνιστή εκίνη τη στιγμή και έναν αναβράζοντα θυμό (ακριβώς όπως το κύμα) έτοιμο να εκραγεί. Οι σκηνές με τον Eli στην Εκκλησία έχουν απίστευτη δύναμη με την εξωπραγματικότητα τους και τις υπερ-δραματικές ερμηνείες τους. Όσο για το φινάλε (το οποίο φυσικά και δεν θα αποκαλύψω), το οποίο έρχεται και αυτό εκεί που δεν το περιμένεις, θυμίζει στην ένταση του δραματική όπερα. Ορισμένοι κριτικοί δίστασαν να δώσουν το χαρισματικό τελευταίο "αστεράκι" στην ταινία (που θα την χαρακτήριζε έτσι απόλυτο αριστούργημα) εξαιτίας του φινάλε. Προσωπικά το βρήκα εύστοχο και μέσα στο κλίμα της υπόλοιπης ταινίας: ένα συμβατικό τέλος θα ερχόταν σε αντίθεση με μία τόσο μα τόσο αντισυμβατική ταινία.
Ο σκηνοθέτης Paul Thomas Anderson
δίνει οδηγίες στον Daniel Day Lewis
Όπως θα παρατηρήσατε δεν έχω αναφέρει τίποτα ακόμα για το σενάριο και ούτε πρόκειται. Και αυτό γιατί δεν πιστεύω ότι παίζει κάποιον ουσιαστικό λόγο. Πολλοί είπαν ότι η ταινία είναι μία επική βιογραφία (bioepic), άλλοι ότι έχει να κάνει με το πετρέλαιο και το πόσο άπληστοι μπορούν να γίνουν οι άνθρωποι. Άλλοι ότι το κεντρικό θέμα είναι οι οικογενειακές σχέσεις.
Ποια είναι η γνώμη μου; Η ταινία δεν έχει να κάνει με τίποτα από τα παραπάνω. Ο τίτλος της ταινίας λέει πολύ περισσότερα απ΄ότι το σενάριο. Για μένα η ταινία έχει να κάνει κατεξοχήν με την σκοτεινή πλευρά που ο κάθε άνθρωπος έχει μέσα του. Τόσο σκοτεινή που αγγίζει τα όρια του διαβολικού και μας κάνει να είμαστε -είτε το θέλουμε είτε όχι- μοναχικά άτομα που, όσο και να προσποιούνται, δεν αντέχουν τη συναναστροφή με άλλους ανθρώπους. Αν έχετε διαβάσει Dostoyevsky θα παρατηρήσετε ότι οι χαρακτήρες της ταινίας είναι άκρως "ντοστογιεφσκικοί", σκοτεινοί και μισάνθρωποι -- κάτι που ξέρουν να κρύβουν καλά. "Τhere are times when I look at people and I see nothing worth liking", εξομολογείται ο πρωταγωνιστής κάποια στιγμή στον αδερφό του. "I want to earn enough money [so] that I can get away from everyone."
Και κάτι ακόμα για τις ερμηνείες, κυρίως αυτή του Daniel Day Lewis (που κέρδισε και το όσκαρ ανδρικής ερμηνείας γι αυτήν την ταινία). Μερικοί -έστω και ελάχιστοι- κριτικοί αναφέρθηκαν σε overacting (ή αλλιώς υπερ-ερμηνεία). Πρόκειται για μια επιτηδευμένη θεατρικότητα, κάτι που μπορείς να αποκαλέσεις ακαδημαϊκή ερμηνεία, την οποία χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης μαζί με άλλα τεχνάσματα (ιδιόμορφη προφορά, θεατρικό διάλογο) για να δημιουργήσει το "ονειρικό" (ή εφιαλτικό) κλίμα της ταινίας. Δεν διαφέρει καθόλου από τις ιδιαίτερα ακαδημαϊκές ερμηνείες σε ταινίες μεγάλων σκηνοθετών. Ως παράδειγμα αναφέρω: Αγγελόπουλο (Harvey Keitel στο Βλέμμα του Οδυσσέα, Bruno Ganz στο Μία Αιωνιότητα και Μία Μέρα), Kubrick (Nicole Kidman, Tom Cruise στο Ματια Ερμητικά Κλειστά), Trier (Bjork στο Χορεύοντας στο Σκοτάδι, Nicole Kidman στο Dogville).
Άκουσα για θεατές που έφευγαν στα μέσα της ταινίας και άλλους που την χαρακτήρισαν βαρετή (την ταινία την έχω δει τρεις φορές χωρίς να βαρεθώ ούτε μία -- αντιθέτως με κρατούσε σε μία κατάσταση διαρκούς έξαρσης και αυτό γιατί χαρακτηρίζεται από μία υποβόσκουσα ρυθμική ορμή). Αυτό βέβαια εξαρτάται από τι ταινίες έχεις μάθει να βλέπει ο καθένας. Υπάρχουν ταινίες για διασκέδαση και χαβαλέ και οι ταινίες - έργα τέχνης (όπως έχω πει και σε προηγούμενο post). Η ταινία του Paul Thomas Anderson είναι απαιτητική από τους θεατές γι αυτό και δεν πιστεύω ότι συνιστάται σε κοινό που θέλει απλά να περάσει ανάλαφρα την ώρα του χωρίς να χρειάζεται να σκεφτεί καθόλου. Ακόμα και αν σας άρεσαν οι προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη, με το There Will Be Blood ο Paul Thomas Anderson φαίνεται να απευθύνεται σε πιο σινεφίλ κοινό που γνωρίζει τις βασικές τεχνικές των μεγάλων σκηνοθετών και των κινηματογραφικών αριστουργημάτων του παρελθόντος. Όμως η ταινία δεν είναι απλά άλλη μία Tosca με μοντέρνα σκηνικά. Ο Paul Thomas Anderson δεν αρκείται στο να ανακυκλώσει απλά αυτές τις τεχνικές, αλλά καταφέρνει να εφεύρει καινούριες, να ξεπεράσει τα όρια του σύγχρονου κινηματογράφου, συνδυάζοντας ακαδημαϊκές ερμηνείες, ένα από τα πιο πρωτότυπα soundtracks, και παράξενους ρυθμούς.
Γι αυτό και συμφωνώ απολύτως με τον κριτικό της Guardian όταν κάνει λόγο για ένα νέο είδος κινηματογράφου που ο σκηνοθέτης Paul Thomas Anderson έχει εφεύρει με το There Will Be Blood. Ο ίδιος κριτικός καταλήγει: "Είναι μία ταινία απέναντι στην οποία όλοι οι σκηνοθέτες και θεατές θα θέλουν να αναμετρηθούν". Δεν νομίζω ότι υπάρχει μεγαλύτερη φιλοφρόνηση και ήταν ακριβώς αυτό που ένιωσα κι εγώ όσες φορές την είδα. Άκρως πρωτότυπη και αριστουργηματική! Έτσι είναι ο γενναίος Μεγάλος Κινηματογράφος!
ΥΓ. Μπορείτε να διαβάσετε εδώ μια εξίσου καλή κριτική από τον blogger Sensual Monk.
Monday, March 3, 2008
Juno
Επέστρεψα λοιπόν. Και είπα να συνεχίσω το blogging με κάτι που αγαπώ αλλά ο χρόνος δεν μου επέτρεπε να ασχοληθώ: τον κινηματογράφο. Πέρα από τον ελεύθερο χρόνο, αφορμή στάθηκε και ένα άρθρο στο περιοδικό Σινεμά. Ανάμεσα λοιπόν στα διάφορα posts μου, θα κάνω και κριτική σε ταινίες που βλέπω, ξεκινώντας με τις υποψήφιες για oscar καλύτερης ταινίας. Και συγκεκριμένα με το Juno... Μια ταινία που το κοινό είτε λατρεύει είτε βαριέται, σύμφωνα με το imdb, από έναν σκηνοθέτη το όνομα του οποίου ομολογώ ότι άκουγα για πρώτη φορά.
JUNO
Director: Jason Reitman
Αξιολόγηση: 4/11
Ξεκίνησα με το Juno επειδή Κυριακή βράδυ ήθελα να δω κάτι ανάλαφρο, μία κωμωδία (δεν μου αρέσει να χωρίζω τις ταινίες σε κατηγορίες, άλλα από το πολύχρωμο poster της ταινίας και τις κριτικές που αναγράφονται σε αυτό, κωμωδία θα την χαρακτήριζες).
Το σενάριο με λίγα λόγια: η πρωταγωνίστρια Juno, 16 ετών και μαθήτρια γυμνασίου, μένει έγκυος από έναν συμμαθητή της και αποφασίζει να δώσει το μωρό για υιοθεσία σε ένα πλούσιο ζευγάρι που το έχει ανάγκη.
Η ταινία με απογοήτευσε για πολλούς λόγους, και όλοι έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι πάντα διαβάζω πολλές κριτικές προτού δω μια ταινία, οπότε αυτλη τη φορά είχα μεγάλες προσδοκίες. Μερικές κριτικές (όπως π.χ. ο πάντα υπερβολικός Roger Ebert) έκαναν λόγο για μία συγκλονιστική ερμηνεία από την πρωταγωνίστρια Ellen Page. Την ερμηνεία της την βρήκα καλή, αλλά τίποτα παραπάνω. Άλλωστε ο ρόλος είναι τέτοιος που δεν σου δίνει την ευκαιρία να αποδείξεις στο έπακρο το ερμηνευτικό σου ταλέντο. Μάλιστα θα έλεγα ότι αρκετές φορές ο διάλογος φάνταζε αφύσικος, αν και αυτό μπορεί να οφείλεται στο σκηνοθετικό ύφος της ταινίας.
Το σενάριο της Diablo Cody είναι πρωτότυπο επειδή αποφεύγει τα κλισέ (π.χ. τον τρόπο που αντιμετωπίζουν την εγκυμοσύνη της Juno οι γονείς της), σε τέτοιο βαθμό όμως που γίνεται υπερβολικό, ιδιαίτερα με τον επιτηδευμένο διάλογο που προανέφερα (αρκετοί Αμερικάνοι άλλωστε συμφωνούν ότι η νεολαία δεν μιλάει χρησιμοποιώντας τόσο πολύ jargon και μάλιστα το συγκεριμένο των ηρώων της ταινίας). Τώρα όσον αφορά το χιούμορ της ταινίας: βασίζεται κυρίως σε ατάκες που οι νεαροί πρωταγωνιστές πετάνε με απάθεια και πραγματικά πιστεύω ότι απευθύνεται κυρίως σε αγγλόφωνο κοινό. Δεν νομίζω ότι είναι το είδος των αστείων που θα έκαναν, π.χ. έναν Ευρωπαίο να γελάσει, μάλλον επειδή το ύφος τους είναι τόσο απόμακρο από την κουλτούρα μας και την πραγματικότητα μας. Επίσης παρατήρησα ότι οι ατάκες λέγονται με με κάπως στημένο τρόπο, αλλά ίσως να έχω και άδικο.
Η σκηνοθεσία τώρα... Λιτή, απέριττη, αργή (χωρίς όμως να κάνει βαρετή την ταινία). Προσωπικά θα προτιμούσα πιο γρήγορους, upbeat ρυθμούς για τέτοιου είδους ταινία, που θα τόνιζαν την εκκεντρικότητα των χαρακτήρων και τον "εξωτικό" διάλογο των πρωταγωνιστών. Βέβαια η σκηνοθεσία είχε και κάποια στοιχεία που μου άρεσαν πολύ, όπως η χρήση διαφόρων θεμάτων (η καρέκλα, το jogging που έκανε η ομάδα του συμπρωταγωνιστή με τα χρυσά σορτσάκια, η εναλλαγή των εποχών, κτλ.) Επίσης, λίγα λόγια για την μουσική: όπως και ι ίδια η ταινία, η μουσική είτε θα σας ξετρελάνει, είτε θα σας εκνευρίσει. Προσωπικά την βρήκα ενοχλητική. Ναι μεν πιστεύω ότι έδενε με το "aloof" ύφος της ταινίας, αν και πολλοί είναι αυτοί που θα προτιμούσαν punk ή ροκ κομμάτια (όπως άλλωστε δηλώνει ότι ακούει και η Juno αρκετές φορές μες στη ταινία). Όπως έχει, η μουσική αποτελείται από υποτονικά κομμάτια για κιθάρα με παιδικά αστείους στίχους και απλοϊκές (σχολικές;) μελωδίες.
Το συμπέρασμά μου: το Juno σίγουρα δεν είναι μια άσχημη ταινία, άλλωστε έχει πάρει μερικές διθυραμβικές κριτικές. Προσωπικά, την βρίσκω αδιάφορη και θα μπορούσα να είχα κάνει κάτι πιο εποικοδομητικό, όπως να διαβάσω ένα βιβλίο ή να έβλεπα μία καλύτερη ταινία. Σίγουρα για μένα (και για πολλούς άλλους) αποτελεί την πιο υπερεκτιμημένη ταινία της χρονιάς. Ο κριτικός της Guardian, Peter Bradshaw (με τον οποίο τις περισσότερες φορές συμφωνώ, όσο με κανέναν άλλον κριτικό ίσως) την αξιολογεί ως άριστη, και προσθέτει ¨"...the film has the ephemeral charm of a great pop song." Ακριβώς σε αυτό θα μείνω, ότι ναι μεν μπορεί να είναι χαριτωμένη, αλλά πραγματικά δεν νομίζω ότι έχει κάποια διαχρονική αξία (όπως οφείλει κάθε πραγματικό έργο τέχνης -- και αν δεν αποτελεί υψηλό έργο τέχνης τότε δεν δικαιολογεί μερικές από τις κριτικές που έχει πάρει). Σίγουρα όμως θα θεωρηθεί cult, κυρίως από την offbeat νεολαία, κυρίως λόγω της χαρακτηριστικής μουσικής και τις "cool" αμερικανικές ατάκες. Με μία λέξη, συμπαθητική.