Thursday, February 2, 2012

Το Άλογο του Τορίνο



TurinPoster



Τίτλος: A Torinói ló (Το Άλογο του Τορίνο)

Σκηνοθέτης: Béla Tarr

Παραγωγή: 2011



«Στο τέλος, τα φώτα είχαν σβήσει…και η σκέψη να δω κάποια άλλη ταινία, εκείνη τη στιγμή ή ποτέ ξανά, φάνηκε σχεδόν παράλογη». Αυτό διατύπωσε η Shane Danielson, πρώην διευθύντρια του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Εδιμβούργου, με το που είδε To Άλογο του Τορίνο.
Υπερβολική δήλωση; Δεν θα το έλεγα. Αν και προσέγγισα την ταινία με πολύ σκεπτικισμό –γνωρίζοντας τον κινηματογράφο του Tarr, φοβόμουν μήπως το βάρος της ταινίας έπεφτε στην αισθητική προσέγγιση- τελικά έμεινα έκπληκτος.


Δεν πρόκειται για μια απλώς καλή ταινία ή ένα αριστούργημα. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, για το είδος του αριστουργήματος που ορίζει την ίδια την ουσία του κινηματογράφου ως τέχνης. Μια ταινία που ξεφορτώνεται καθετί περιττό και επικεντρώνεται στην άμεση προσέγγιση του αντικειμένου μέσα από την ευρηματική χρήση διαφόρων λήψεων στον χώρο με κύριο άξονα τη βραδύτητα του χρόνου μέσα σε αυτόν. Η σκηνοθετική προσέγγιση -αν και διαφέρει αρκετά- μου θύμισε Μπρεσσόν με τον φορμαλισμό των κινηματογραφικών λήψεων.


Το σενάριο, όπως και τα πάντα στην ταινία, άκρως μίνιμαλ: παρακολουθούμε κάποιες μέρες από την καθημερινότητα ενός πατέρα και της κόρης του σε ένα απομονωμένο αγροτόσπιτο, πλάι σε έναν λόφο, όπου ο άνεμος ποτέ δεν σταματά να φυσά με θυμό, παρασέρνοντας τα πάντα μανιασμένα. Ο καθαυτός διάλογος είναι ελάχιστος, μιας και ο Tarr μαζί με τον εικονολήπτη του, Fred Kelemen, έχουν εφεύρει ένα νέο είδος διαλόγου που επιτυγχάνεται με την χρήση αργών λήψεων της κάμερας από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Τα μεγάλα μονοπλάνα ήταν φυσικά ανέκαθεν κύριο χαρακτηριστικό του σκηνοθέτη, ωστόσο με αυτή την τελευταία του ταινία φαίνεται να έχει επινοήσει ένα μοναδικό είδος χειρισμού τους: σημασία δεν έχουν πλέον τα εντυπωσιακά αργά μονοπλάνα που στις προηγούμενες ταινίες του σου έκοβαν την ανάσα, αλλά ο τρόπος που κινείται η κάμερα ανάλογα με το συναίσθημα και τη διάθεση που θέλει να εκφράσει. Όπως έχει δηλώσει ο ίδιος ο Keleman σε συνέντευξή του,δεν μιλάμε πλέον για το πόσο όμορφο είναι ένα πλάνο ή τι σχέση έχει με το σενάριο. Αντιθέτως, η κάθε λήψη έχει να κάνει με ένα διαφορετικό είδος ενέργειας, αναλόγως με το αντικείμενο που έχεις μπροστά σου και το τι θέλεις να εκφράσεις με το πλάνο. Και συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι το να πλησιάζει αργά η κάμερα έναν από τους πρωταγωνιστές υποδηλώνει ένα τελείως διαφορετικό συναίσθημα από όταν η ίδια κάμερα απομακρύνεται από αυτούς. Γι' αυτό και καθόλη τη διάρκεια της ταινίας ο ελάχιστος διάλογος μεταξύ των πρωταγωνιστών, αυτή η σιωπή, δίνει χώρο για τον διάλογο που εκφράζει η κίνηση της κάμερας. Αυτό από μόνο του δημιουργεί μια μοναδικά σαγηνευτική κινηματογραφική γλώσσα. Κι εδώ σημειώνω τα λόγια του ίδιου του Kelemen καθώς τονίζει πόσο ενδιαφέρον έχει η ίδια η κίνηση της κάμερας, συγκεκριμένα, «πώς η κάμερα κινείται μέσα στο χώρο, πώς αποκαλύπτει πράγματα με την κίνησή της. Είναι σαν την κίνηση των σκέψεων, οι σκέψεις σου κινούνται και κάτι αποκαλύπτεται. Κινούμαστε μέσα στον κόσμο, και μέσω αυτή της κίνησης ανακαλύπτουμε και κατανοούμε. Το ανθρώπινο ον είναι ένα ον εν κινήσει –σωματικά και πνευματικά- κι όχι ένα στάσιμο ον. Συνεπώς, η κινούμενη εικόνα είναι μία σκεπτόμενη εικόνα.»



turinhorseman

Αυτή η κινηματογραφική γλώσσα περιέχει κι άλλες καινοτομίες: πέρα από τους τρεις πρωταγωνιστές (πατέρας, κόρη, άλογο), υπάρχουν άλλοι δύο: ο άνεμος και η μουσική. Η ταινία δεν νοείται χωρίς αυτούς τους δύο. Η μουσική αποτελείται από ένα-δύο κομμάτια μόνο, η σύνθεση των οποίων ανήκει στον πιστό συνεργάτη του σκηνοθέτη Mihály Vig (ένα υπνωτικό, ρυθμικό θέμα, με μικρή ορχήστρα μουσικής δωματίου και όργανο). Αυτό το ίδιο θέμα ακούγεται σχεδόν αδιάκοπα σε όλη την ταινία. Ο άνεμος παίζει έναν εξίσου σημαντικό ρόλο: σαν συμπληρωματικό soundtrack παίρνει σχεδόν πρωταγωνιστική σημασία υποδηλώνοντας μια διαφορετική, αλλά εξίσου σημαντική παρουσία, ίσως και μια δύναμη εντροπίας. Σαν την ανίκητη δύναμη που παραμονεύει διαρκώς, δεν σταματά να βουίζει κάνοντας ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία του (από τεχνική άποψη φαίνεται ότι επιτηδευμένα το soundtrack του ανέμου επαναλαμβάνεται σταθερά για σύντομα χρονικά διαστήματα).


Ο ίδιος ο Tarr δηλώνει ότι ήθελε να μιλήσει για τα απολύτως απαραίτητα στη ζωή. Ίσως γι’ αυτό και η καταγραφή του να έχει τόσο μινιμαλιστικούς τόνους. Το σπίτι, οι πατάτες ως μοναδικό είδος διατροφής, η σόμπα που μονίμως καίει, το κρεβάτι, ο πατέρας και η κόρη που είναι έρμαια της καθημερινής ρουτίνας τους, και φυσικά το… άλογο. Σαν το γαϊδουράκι του Μπρεσσόν, ο πόνος της ανθρωπότητας ή μήπως και η ελπίδα σωτηρίας της (ή μήπως ακόμα και η αδυναμία της φύσης να επικοινωνήσει ουσιαστικά με τον άνθρωπο ή το αντίστροφο άραγε);


Η ταινία σίγουρα είναι πεσιμιστική και "μίζερη" κατά κάποιον τρόπο,ενώ τα αργόσυρτα πλάνα της καθημερινότητας ίσως κουράσουν αρκετούς (άραγε πόσες φορές παρακολουθούμε τον πατέρα να ντύνεται και να ξεντύνεται;;;), ωστόσο το αποτέλεσμα θα δικαιώσει εκείνους που μένουν πιστοί στην αλήθεια της τέχνης. Τα πάντα κτίζονται με αργούς ρυθμούς, οι κλιμακώσεις, δεν γίνονται ορατές πριν από το τέλος της. Αν οι προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη ήταν συμφωνίες, τότε Το Άλογο του Τορίνο είναι μουσική δωματίου. Ο δυναμισμός του Beethoven με την γειωμένη μελαγχολία του Schubert.



TurinWindow

Σε αυτό το ιστολόγιο προσπαθώ να επιλέγω ταινίες οι οποίες ως επί το πλείστον θεωρώ ότι είναι κάτι παραπάνω από καλές, οπότε είναι λογικό συχνά να καταφεύγω σε επευφημίες. Ωστόσο αυτή τη φορά δεν ξέρω τι παραπάνω να πω: Το Άλογο του Τορίνο είναι πέραν κάθε προσδοκίας. Αν και ιδεολογικά διαφωνώ με τον Bela Tarr και με τη θεματολογία της ταινίας (επιμένει στον αθεϊσμό του και τονίζει σε συνεντεύξεις ότι αυτή είναι και η ουσιαστική διαφορά του με τον Tarkovsky, με τον οποίο και συχνά συγκρίνεται), δεν μπορώ παρά να μείνω έκπληκτος από αυτό που κατάφερε με την, δυστυχώς τελευταία για την καριέρα του, ταινία. Σπάνια να δεις κάτι ανάλογο. Πρόκειται για τέτοια ταινία, αν και το "τέτοια" καθίσταται οξύμωρο σε αυτήν την περίπτωση: όμοιά της δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί τα τελευταία χρόνια.



Friday, January 6, 2012

Ordet

Ordet



Τίτλος: Ordet (Ο Λόγος)

Σκηνοθέτης: Carl Theodor Dreyer

Παραγωγή: 1955



Το να παρακολουθείς το Ordet είναι σαν να ακούς τις Παραλλαγές Goldberg του Μπαχ: μια καθαρτική εμπειρία. Όταν η αρχική άρια επιστρέφει στο τέλος, ξέρεις πώς είναι να νιώθεις ότι ωρίμασες μέσα σε λίγα μόνο λεπτά. Αλήθειες που ήταν καλά φυλαγμένες έχουν γίνει κατά κάποιον τρόπο ορατές.


«Πατέρα, ο Γιοχάνες είναι έξω στους αμμόλοφους ξανά».  Με αυτές τις φράσεις ξεκινά η ταινία του Dreyer. Σύντομα βλέπουμε τον Γιοχάνες πάνω σε έναν λόφο, το βλέμμα καρφωμένο, υπνωτισμένο θα έλεγες, ευθεία μπροστά, το χέρι παρατεταμένο σαν να απευθύνεται σε πλήθος:


«Αλίμονο σε σας, υποκριτές...Και σε σένα... και σε σένα...Αλίμονο σε σας, για την απιστία σας...Αλίμονο σε σας γιατί δεν πιστεύετε σε μένα...τον Αναστημένο Χριστό...που έρχεται από Αυτόν...που δημιούργησε...τον Ουρανό και τη Γη...Αλήθεια σας λέγω...Η Μέρα της Κρίσης πλησιάζει...Ο θεός με κάλεσε...για να είμαι ο Προφήτης Του πριν τον Ερχομό του....Αλίμονο σ' όσους πιστεύουν λίγο...γιατί μόνο εκείνοι που πιστεύουν...θα εισέλθουν στη Βασιλεία των Ουρανών.»


Απόσπασμα από με τον παραπάνω μονόλογο

 

Να λοιπόν ο Γιοχάνες. Και ο δικός Του Λόγος. Ως συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις ο Γιοχάνες παρερμηνεύεται από το περιβάλλον του ως παράφρων - άλλη μια περίπτωση ενός Holy Fool (μια προσωπικότητα που έχει άλλωστε εμπνεύσει πολλά έργα σε όλες τις μορφές τέχνης).


Η κάμερα του Dreyer ακολουθεί γεωμετρικές λήψεις και καδραρίσματα, συνήθως σε διαρκή και αργή κίνηση, πολλές φορές περιτριγυρίζοντας τους ήρωές της. Το παράδοξο με τον Dreyer είναι ότι καταφέρνει να μας αποκαλύψει το μεταφυσικό, μέσα από ένα νέο είδος ρεαλιστικής αφήγησης, έναν υπνωτικό ρεαλισμό όπως θα τον χαρακτήριζα (άλλοι πάλι κάνουν λόγο για μπρεχτική αποστασιοποίηση). Από τη μία θα έλεγε κάποιος ότι όλη η ταινία είναι γυρισμένη σαν να επρόκειτο για ένα μακρινό όνειρο: ο φωτισμός είναι αφύσικος αλλά ταυτόχρονα φαντάζει τόσο φυσικός (ή το αντίστροφο), οι αμέτρητες παύσεις σε ό,τι λέγεται προσδίδουν μια ένταση στο λόγο από τη μια, από την άλλη επαναφέρουν στο νου την ατμόσφαιρα ονείρου, ενώ οι αυστηρά γεωμετρικές λήψεις και η εστίαση στις εκφράσεις των προσώπων παραπέμπουν σε άκρως ρεαλιστική καταγραφή των δρώμενων. Αυτές οι αντιφάσεις φαίνονται να συνυπάρχουν τόσο αρμονικά, όσο η σκηνοθετική τεχνική υφαίνει αργά, υπόκωφα και με έναν μυστηριώδη τρόπο το καλλιτεχνικό νήμα-υπόβαθρο της ταινίας. Όλα αυτά ίσως να συμβαίνουν επειδή ακόμα και από το ξεκίνημα της ταινίας δεν γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα στο τι είναι ικανό να συμβεί και τι όχι: όλα ακολουθούν την πορεία της μεγαλύτερης, πιο ύψιστης και δυνατής δύναμης της Αγάπης. Κι αυτό άλλωστε αποτελεί από μόνο του μια μορφή υπέρβασης.


Αυτή η υπέρβαση είναι διάχυτη από την αρχή της ταινίας μέχρι το μοναδικό, στην ιστορία του κινηματογράφου, φινάλε. Η ταινία δεν είναι η απλή καταγραφή μιας ιστορίας, ούτε μια θρησκευτική παραλογή. Είναι το Θαύμα το ίδιο της πίστης, το Θαύμα της ανιδιοτελούς αγάπης. Η αγάπη η ίδια, θα μπορούσε να πει κανείς χωρίς υπερβολή.


Για τέτοιες ταινίες δεν μπορείς και δεν πρέπει να λες πολλά. Ακόμα και ο χαρακτηρισμός «αριστούργημα» την προσβάλλει, υποβαθμίζοντας την αξία της. Συνεπώς, τελειώνω με τον διάλογο μεταξύ του Γιόχανες και του νέου πάστορα, την στιγμή που πρωτογνωρίζονται:


- Είμαι ο νέος πάστορας, το όνομά μου είναι...
-Το δικό μου όνομα είναι Ιησούς από τη Ναζαρέτ.
-Πώς μπορείς να το αποδείξεις;
-Εσύ, άνθρωπος της πίστης, όμως τη στερείσαι! Οι άνθρωποι πιστεύουν στο νεκρό Χριστό...αλλά όχι στο ζωντανό. Πιστεύουν σε θαύματα παλιά έως και δύο χιλιάδες χρόνια...αλλά δεν πιστεύουν σήμερα σε μένα. Έχω έρθει ξανά μάρτυρας για τον πατέρα μου στον ουρανό...και να για κάνω θαύματα. Δεν συμβαίνουν πια θαύματα. Έτσι μιλάει...η εκκλησία μου πάνω στη γη. Η εκκλησία που με πρόδωσε...με δολοφόνησε στο όνομά μου. Εδώ στέκομαι, και ξανά με εξοβελίζετε. Αλλά αν με καρφώσετε στο σταυρό για δεύτερη φορά...αλίμονο σε σας!