Friday, January 28, 2011

Black Swan

 

blackswan-poster

 

Τίτλος: Black Swan (Μαύρος Κύκνος)

Σκηνοθέτης: Darren Aronofsky

Παραγωγή: 2010

 

Η νέα ταινία του Aronofsky ξεκινά με μία καταπληκτική σκηνή όπου παρακολουθούμε την πρωταγωνίστρια να χορεύει μπαλέτο κάτω από το φως ενός προβολέα και γύρω το απόλυτο σκοτάδι. Από μόνη της αυτή η αρχή υπόσχεται πολλά για την εξέλιξη της ταινίας και σε βάζει στο κλίμα: η ταινία είναι αρκετά σκοτεινή, με μεταμοντέρνες πινελιές, και μία συγκεκριμένη παλέτα χρωμάτων που φαίνεται να έχει έξυπνα επιλέξει ο σκηνοθέτης για να αποδώσει τις βασικές διαθέσεις της ηρωίδας. Η χρήση της κάμερας επίσης –η οποία ακολουθεί την πρωταγωνίστρια σε κάθε της κίνηση-, εντείνει την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα σε όλη την ταινία (ίσως λίγο υπερβολικά). Τα παραπάνω αποτελούν τα δυνατά σημεία της σκηνοθεσίας του Aronofsky. Από εκεί και πέρα όμως ξεκινά το χάος με τις αμέτρητες αδυναμίες της ταινίας.

Ας ξεκινήσω από το σενάριο… Καταρχάς να αναφέρω ότι η ταινία έχει να κάνει με το ανέβασμα της Λίμνης των Κύκνων, κι εμείς παρακολουθούμε την πρωταγωνίστρια, Νίνα, να παίρνει τον κεντρικό ρόλο και να προσπαθεί να αντεπεξέλθει στις δύσκολες απαιτήσεις του. Με κάπως αφελές και λίγο προσβλητικό τρόπο βλέπουμε ότι: οι μπαλαρίνες είναι συνεχώς αγχωμένες και δεν έχουν κοινωνική ζωή, ο σκηνοθέτης του μπαλέτου είναι γοητευτικός, αυστηρός και πρέπει να κοιμηθείς μαζί του για να πάρεις τον ρόλο, υπάρχει πάντα η αντίπαλη χορεύτρια που θέλει να κλέψει τον ρόλο σου – κι αυτά δεν είναι παρά μόνο μερικά από τα κλισέ που παρατηρεί η κριτικός χορού Sarah Kaufman σε άρθρο της για την ταινία.

 

swan-both


Έπειτα, ο σκηνοθέτης φαίνεται να υποτιμά τη νοημοσύνη μας: από την αρχή κιόλας της ταινίας βάζει έναν από τους πρωταγωνιστές (τον σκηνοθέτη μπαλέτου σε αυτή την περίπτωση) να περιγράψει συνοπτικά την ιστορία της Λίμνης των Κύκνων στις μπαλαρίνες - επιπόλαιο τέχνασμα του Aronofsky σε μία απόπειρα να εξηγήσει τι συμβαίνει στον θεατή της ταινίας, μιας και στην πραγματικότητα δεν υπάρχει μπαλαρίνα που να μην γνωρίζει τι συμβαίνει στο συγκεκριμένο μπαλέτο. (Αυτό σε βάζει σε περαιτέρω σκέψεις: αν ο σκηνοθέτης απευθύνει την επεξήγηση στον τελείως ανυποψίαστο θεατή που δεν έχει επαφή με την τέχνη, τότε γιατί να θέλει να προορίζεται η ταινία του σε τέτοιο target group;) Επιπλέον, υπάρχουν κάποια τεχνικά λάθη όσον αφορά το μπαλέτο: στην ταινία μαθαίνουμε ότι η πρωταγωνίστρια μπορεί να υποδυθεί άπταιστα τον λευκό κύκνο, αλλά πρέπει να γίνει πιο αυθόρμητη και προκλητική για να υποδυθεί τον μαύρο κύκνο. Στην πραγματικότητα ο ρόλος του μαύρου κύκνου είναι πιο απαιτητικός από τεχνική άποψη και το να γίνεις απλά πιο σκληρή και ανέμελη (όπως ζητά ο σκηνοθέτης του μπαλέτου) δεν βοηθά καθόλου μια πραγματική μπαλαρίνα.

Επιπλέον, κάποιες στιγμές μένουν ανεξήγητες και φαίνονται γελοίες. Η μητέρα της Νίνα (την οποία υποδύεται η εξαιρετική Barbara Hershey) αγοράζει μία τούρτα για να γιορτάσουν το γεγονός ότι η κόρη της κέρδισε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Όταν η Νίνα λέει με τον πιο αθώο τρόπο ότι δεν έχει όρεξη για τούρτα, η μητέρα της αλλάζει διάθεση εντελώς απότομα και αδικαιολόγητα, λες και μεταμορφώνεται σε άλλον άνθρωπο, και ετοιμάζεται να πετάξει την τούρτα στα σκουπίδια (!!!) Σε άλλη σκηνή η Νίνα δέχεται την πρόταση του σκηνοθέτη της να τον ακολουθήσει σπίτι του, ενώ προηγουμένως είχε δεχθεί σεξουαλική παρενόχληση από αυτόν. Διάλογοι όπως αυτός στην σκηνή που ο ίδιος σκηνοθέτης πάλι την ρωτάει, "You' re not a virgin are you? Do you enjoy making love?", πρέπει να περιλαμβάνονται στα σημεία που έκαναν τον κριτικό του New Yorker, David Denby, να αναφέρει ότι συχνά η ταινία αγγίζει το γελοίο.

Όσον αφορά την ερμηνεία της Natalie Portman (κέρδισε στις Χρυσές Σφαίρες και έχει σίγουρο το Όσκαρ γυναικείας ερμηνείας) ταιριάζει η παροιμία "όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι". Με άλλα λόγια, δεν είναι ότι η Portman δεν παίζει καλά. Παίζει ικανοποιητικά. Αλλά ως εκεί. Κι αυτό γιατί αν και καλή ηθοποιός, η ίδια η ταινία και, συγκεκριμένα, η σκηνοθεσία, περιορίζουν τον ρόλο της σε μερικές γκριμάτσες: η Νίνα συνεχώς είναι δακρυσμένη, τρέμουν τα χείλη της, μιλάει με σιγανή φωνή, σουφρώνει τα φρύδια της. Έχουμε δηλαδή μία ερμηνεία που περιορίζεται σε 4-5 εξωτερικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

natalie_portman_ballerina_black_swan


Κάτι άλλο σημαντικό είναι ότι ο σκηνοθέτης δεν δίνει την ευκαιρία στον θεατή να απολαύσει τον κόσμο του μπαλέτου κι ας πρόκειται για μία ταινία όπου αυτό αποτελεί τον κεντρικό άξονα. Ο σκηνοθέτης μπαλέτου της ταινίας μιλάει με τόσο ενθουσιασμό για το τελικό αποτέλεσμα που θα έχει η παράσταση, αλλά όταν αυτή ξεκινήσει δεν βλέπουμε παρά ελάχιστες βιαστικές σκηνές που δεν αποδίδουν καθόλου το κλίμα της Λίμνης των Κύκνων: αντιθέτως βλέπουμε πολλά εφέ και υπερβολές καθώς η Νίνα μεταμορφώνεται σε μαύρο κύκνο.

Το σενάριο είναι προβλέψιμο, χιλιοειπωμένο (όχι ότι αυτό αποτελεί πρόβλημα, αν φυσικά γίνει σωστή δουλειά) και κυρίως απλοϊκό – ο έμπειρος σινεφίλ θεατής θα νομίζει ότι η ταινία προορίζεται για το νεανικό κοινό. Τα μηνύματα της ταινίας (γιατί δεν γίνεται ταινία του Aronofsky χωρίς μηνύματα) είναι συγκεχυμένα και μπορούν εύκολα να αποπροσανατολίσουν τους νεαρούς θεατές, προς λάθος κατευθύνσεις. Όσοι γνωρίζουν από χορό και μπαλέτο θα βρούνε κάποια λάθη – τόσο βασικά που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Τα κλισέ στο σενάριο αμέτρητα.

Τέλος, όσοι πιστεύουν ότι αδικώ την ταινία μιας και στην Ελλάδα πήρε γενικά καλές κριτικές, προτείνω να ρίξουν και μια ματιά και σε κριτικές του ξένου Τύπου. Επίσης, αν και δεν θέλω να δικαιολογούμαι, η ταινία δεν έχει μόνο αδυναμίες, γι' αυτό και στην πρώτη παράγραφο αναφέρομαι στα δυνατά της σημεία. Παρ' όλα αυτά δεν παύει, κατά την άποψή μου, να είναι από τις χειρότερες δουλειές του σκηνοθέτη, σαφώς κατώτερη από τον Παλαιστή.

 

Προσωπική Αξιολόγηση:      2  /  11

 

Thursday, January 20, 2011

Sud Pralad

 

tropical malady

 

Τίτλος: Sud Pralad (Τροπική Ασθένεια)

Σκηνοθέτης: Apichatpong Weerasethakul

Παραγωγή: 2004


Η κινηματογραφική κριτική στην Ελλάδα είναι λίγο πίσω σε σχέση με άλλες χώρες τις Ευρώπης. Τι εννοώ με αυτό; Υπάρχουν ταινίες που δεν προβάλλονται καν στην Ελλάδα, ωστόσο τα media δεν φροντίζουν καν να τις καλύψουν. Αυτή είναι και η περίπτωση του Sud Pralad (Τροπική Ασθένεια). To 2004 δεν προβλήθηκε καν στην Ελλάδα. Την στιγμή που ο ευρωπαϊκός Τύπος έγραφε διθυραμβικές κριτικές και την στιγμή που η ταινία είχε ήδη πάρει το βραβείο επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών!!! Ίσως το όνομα του σκηνοθέτη (Apichatpong Weerasethakul) να τρόμαξε τους Έλληνες διανομείς, ίσως η ταινία να ήταν πολύ «πειραματική» και αφηρημένη για το ελληνικό κοινό. Ευτυχώς γνώριζα για την ταινία όσο ήμουν στην Αγγλία και είχα φροντίσει να την δω.

Δυστυχώς, όμως, δεν μπορώ να μπω σε πολλές λεπτομέρειες. Ούτε να προσπαθήσω να κάνω κριτική. Κι αυτό γιατί η σκηνοθετική ματιά του Weerasethakul είναι τόσο ιδιαίτερη, τόσο ποιητική και συγκεκριμένη, που το αποτέλεσμα, παραδόξως, είναι πολύ… αφηρημένο! Κι αυτό είναι που κάνει την ταινία τόσο μαγευτική!  Θα ξεκινήσω λέγοντας ότι η ταινία είναι σίγουρα ένα αριστούργημα.

Χωρίζεται σε δύο μέρη, όπου στο πρώτο μέρος παρακολουθούμε την αγάπη που εξελίσσεται ανάμεσα σε δύο Ταϊλανδούς στρατιώτες. Σε κάποια στιγμή, στη μέση της ταινίας, ο ένας από αυτούς αποχωρεί από το πλάνο (πού πάει και γιατί δεν ξέρουμε, ούτε πότε ακριβώς συμβαίνει αυτό!) και, μετά από μία σύντομη διακοπή, ξεκινά το δεύτερο μέρος της ταινίας. Όπου ο στρατιώτης που έμεινε πίσω κυνηγάει ένα πνεύμα-θρύλο της περιοχής μές στην πυκνή και σκοτεινή ζούγκλα. Μια ζούγκλα που κρύβει πολλά μυστήρια: έναν άνθρωπο με ουρά (η αναφορά στον θρύλο;;;), το πνεύμα μιας νεκρής αγελάδας να αφήνει το σώμα της, την πάλη σώμα με σώμα με τον γυμνό σύντροφό του… Κι όλα αυτά μέσα σ' ένα κλίμα φόβου για ό,τι κρύβει η ζούγκλα, ορατό και μη…

tropical-malady-2004

Δεν ξέρουμε αν το δεύτερο μέρος της ταινίας επεξηγεί το πρώτο. Ούτε είμαστε σίγουροι τελείως αν το πνεύμα του συντρόφου είναι αυτό που κυνηγά ο πρωταγωνιστής και στο οποίο αναφέρεται ο θρύλος. Μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Πολλοί είναι και οι παραλληλισμοί του δεύτερου μέρους με την άγρια και πρωτόγονη φύση του έρωτα. Όλες αυτές οι άλυτες απορίες, η μη επιτηδευμένη σκηνοθεσία, οι ήχοι της ζούγκλας και το μυστήριό της, συνθέτουν μία σαγηνευτική ατμόσφαιρα. Το φινάλε είναι μεγαλειώδες μέσα σε όλη την απλότητά του.

Ό σκηνοθέτης πήρε τον Χρυσό Φοίνικα φέτος στις Κάννες για τη νέα του ταινία ("Ο Θείος Boonmee θυμάται τις προηγούμενες του ζωές"). Προφανώς και γι' αυτό και το Sud Pralad επιτέλους προβλήθηκε στην Ελλάδα με  έξι χρόνια καθυστέρηση. Και για να επανέλθω στο θέμα της ελληνικής κριτικής και πόσο πίσω είναι, έχω να πως το εξής:  η ταινία πέρασε απαρατήρητη από τα περισσότερα blogs, ενώ οι ελάχιστες κριτικές στα ελληνικά media ήταν μέτριες (!!!), την στιγμή που το Sight and Sound την τοποθετεί μέσα στις σημαντικότερους ταινίες της δεκαετίας που πέρασε, και οι ξένες κριτικές είχαν γράψει τα καλύτερα όταν πρωτοκυκλοφόρησε. Πρόκειται για ένα σπάνιο αριστούργημα, μια πολύ ποιητική ταινία με πολύ προσωπικό στίγμα που σε μαγεύει. Δείτε την οπωσδήποτε!

 

Προσωπική Αξιολόγηση:      9,5 /  11



Το trailer της ταινίας.

Les amours imaginaires

 

amoursPoster

 

Τίτλος: Les Amours Imaginaires (Φανταστικές Αγάπες)

Σκηνοθέτης: Xavier Dolan

Παραγωγή: 2010

 

Η ταινία του Dolan είναι αρκετά ευφάνταστη και άρτια από τεχνική άποψη δεδομένου ότι πρόκειται για την δεύτερη «έπίσημη» ταινία ενός 21χρονου σκηνοθέτη, η οποία έγινε μάλιστα δεκτή στο μη διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Καννών.

Δεν πρόκειται για κάποιο αριστούργημα και ο θεατής δεν θα πρέπει να έχει υψηλές απαιτήσεις πριν πάει να δει την ταινία. Ωστόσο, βλέποντάς την δεν μπορείς παρά να νιώσεις ευχάριστα. Προσωπικά, πέρα από κάποιες έντονες αδυναμίες στο σενάριο, μπορώ να πω ότι όχι μόνο η ταινία δεν με ενόχλησε, αλλά αντιθέτως την βρήκα τόσο διασκεδαστική που την είδα δύο φορές.

Το σενάριο αφορά ένα ερωτικό τρίγωνο ανάμεσα σε δύο αγόρια κι ένα κορίτσι: η Marie και ο Francis (τον ρόλο του οποίου υποδύεται πολύ εκφραστικά ο ίδιος ο σκηνοθέτης ), δύο πολύ καλοί φίλοι, ερωτεύονται ταυτόχρονα τον γοητευτικό Nicolas, που σαν νεαρός Άδωνις προσγειώνεται μια νύχτα στις ζωές του. Μπορεί να ακούγεται κλισέ και βαρετό, ωστόσο η τόσο ζωντανή σκηνοθεσία του Dolan κάνει την ταινία απόλαυση από την αρχή ως το τέλος της! Κι αυτό γιατί ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί μία έντονη παλέτα χρωμάτων, εξαιρετική rock και pop μουσική (που συχνά συνοδεύει πλάνα σε αργή κίνηση) και πολύ ιδιαίτερη φωτογραφία. Ως αποτέλεσμα η ταινία σφύζει από ζωή, νεανικότητα και ζωντάνια.

Γι' αυτές του τις τεχνικές ο Dolon έχει συγκριθεί με τον Kar Wai Wong – μία σύγκριση που βρίσκω ατυχή και άκυρη. Έχει επίσης χαρακτηριστεί ως το νέο παιδί-θαύμα του ανεξάρτητου κινηματογράφου, χαρακτηρισμό τον οποίο επίσης βρίσκω υπερβολικό και ανώριμο. Είναι ακόμα πολύ νωρίς για τέτοιες βαρυσήμαντες δηλώσεις και η ταινία έχει τα αδύναμα σημεία της, κυρίως όσον αφορά την πλοκή και το σενάριο, όπως έχω ήδη πει. Ωστόσο, τέτοια είναι η χημεία των τριών πρωταγωνιστών μεταξύ τους και τόσο πετυχημένο το «δέσιμό» τους με τα πολύχρωμα πλάνα, που δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις το εξαιρετικό αποτέλεσμα, το θάρρος και την τόλμη του τόσου νεαρού σκηνοθέτη. Μπορεί, λοιπόν, η ταινία να μην είναι σπουδαία, είναι ωστόσο πιο ευφάνταστη και αισθητικά ικανοποιητική από τις περισσότερες μέτριες ταινίες του είδους.

Προσωπική Αξιολόγηση:      5  /  11

 

 

Σκηνή από την ταινία: οι δύο φίλοι, θαυμάζουν το αντικείμενο του πόθου τους να χορεύει με την μητέρα του…