Thursday, November 12, 2009

Das Weisse Band

the_white_ribbon_poster-424x600

 

Τίτλος: Η Λευκή Κορδέλα (Das Weisse Band)

Σκηνοθέτης: Michael Haneke

Παραγωγή: 2009


Όταν έμαθα ότι ο Χάνεκε πρόκειται να γυρίσει σε remake την ταινία του Funny Games απογοητεύτηκα αρκετά: Αφενός, επειδή για μένα το Funny Games αποτελεί τη μοναδική ταινία του σκηνοθέτη που δεν μπορώ να χωνέψω (λίγο ρητορική, λίγος δογματισμός, λίγο κήρυγμα, λίγο το κλείσιμο του ματιού στην κάμερα...), αφετέρου τι δουλεία είχε ο Χάνεκε με το αμερικάνικο κοινό; Πίστευε ότι πραγματικά μπορούσε να τους δώσει ένα μάθημα ή ότι αξίζει να προωθήσει την ταινία του ως προϊόν μαζικής κουλτούρας; Έπειτα, αφού έγινε το remake, διάβασα ότι πρόκειται να σκηνοθετήσει τη Λευκή Κορδέλα (επιτέλους ταινία του στα γερμανικά αυτή τη φορά!) και ανακουφίστηκα. Φαίνεται ότι ο Χάνεκε θα επέστρεφε στα γνωστά θέματα του με νέο υλικό αυτή τη φορά. Διαβάζοντας για την υπόθεση της ταινίας και βλέποντας κάποια κλιπάκια, είχα πει ότι σίγουρα θα έφευγε από τις Κάννες με τον Χρυσό Φοίνικα (διαβάστε εδώ την πρόβλεψη, την ανακοίνωση των βραβείων και τα συγχαρητήρια) και, πολύ πιθανό, σε λίγους μήνες να κερδίσει και το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.

Η Λευκή Κορδέλα ήταν ακριβώς όπως την περίμενα και λίγο καλύτερη. Πρόκειται για την πιο αυστηρά συμμετρική σκηνοθεσία του Χάνεκε: ασπρόμαυρη φωτογραφία. Έξοχα καδραρισμένα πλάνα. Ως συνήθως, έλλειψη μουσικής επένδυσης. Ερμηνείες απίστευτα ρεαλιστικές. Η χρονική διάρκεια κάθε πλάνου φαίνεται να είναι μετρημένη με μαθηματική ακρίβεια. Ακόμα και η προφορά των λέξεων και η αυστηρή δομή και σύνταξη της όμορφης γερμανικής γλώσσας ακούγεται σαν θεατρική πρόζα. Όλα αυτά τα στοιχεία της  καλοκουρδισμένης σκηνοθεσίας συνθέτουν μία ταινία βαριά, ασήκωτη σχεδόν, ταινία που ευτυχώς δεν προορίζεται για τις μάζες, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί ένα σπουδαίο κινηματογραφικό έργο τέχνης (όπως άλλωστε συμβαίνει συνήθως).

bandFamilie


Η ταινία καταπιάνεται με τα θέματα της τάξης, της οργάνωσης, της καταπίεσης γενικότερα (οικογενειακής, κοινωνικής, σεξουαλικής), τα οποία ξεδιπλώνονται ως μία σειρά ανεξήγητων, φαινομενικά, συμβάντων σε ένα γερμανικό χωριό, λίγο πριν την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Χάνεκε αποφεύγει το δράμα και τις στομφώδεις δηλώσεις και με ήπιους τόνους αναπαριστά μία ασφυκτικά δομημένη κοινωνία, κρατώντας ταυτόχρονα τη συναισθηματική ένταση να υποβόσκει, σε σημείο όπου ο θεατής αναμένει την έξαρση να ξεσπάσει από στιγμή σε στιγμή. Η αποτύπωση των χαρακτήρων και των συμβάντων στο γερμανικό χωριό είναι τόσο λεπτομερής, που ακόμα και μετά την ταινία μορφασμοί και εκφράσεις των χαρακτήρων, φωτογραφίες των τοπίων που φαίνονται να αποτελούν προέκταση του κρυφού ψυχισμού των κατοίκων του, επιστρέφουν στη μνήμη μας με τον μοναδικό τρόπο που ένας Μπέργκμαν θα κατάφερνε. Η ταινία σε κάνει να αναρωτιέσαι, αφού πλέον έχουμε κατακτήσει τις ελευθερίες που σαφώς οι ήρωες της ταινίας στερούνται, τότε γιατί εξακολουθούμε να έχουμε ενδοιασμούς; Γιατί η επικοινωνία φαντάζει ακόμα και σήμερα τόσο δύσκολη όσο αποξενωμένη διατυπώνεται στην ταινία; Ο Χάνεκε δεν προσπαθεί να ρητορεύσει ότι ο ψυχαναγκασμός και η καταπίεση του γερμανικού λαού έγιναν αίτιο για τον φασισμό και τον πόλεμο που ακολούθησε, όπως αρκετές κριτικές εύκολα βιάστηκαν να συμπεράνουν. Κάτι τέτοιο θα παραήταν εύκολο για έναν σκηνοθέτη της εμβέλειας του Χάνεκε που θέτει πάντα μόνο ερωτήματα όπως ο ίδιος έχει δηλώσει άλλωστε. Ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του, αφού κανείς και όλοι ταυτόχρονα θα μπορούσαν να είναι οι δράστες στην ταινία. Πέραν τούτου, η συγκεκριμένη ιστορία θα μπορούσε κάλλιστα να λαμβάνει τόπο σε οποιαδήποτε πολιτισμένη κοινωνία κάθε χώρας και όχι μόνο στη Γερμανία.

bandField 
Η Λευκη Κορδέλα ταινία φαίνεται να προτρέπει τους κριτικούς επιτέλους να συμφωνήσουν μεταξύ τους (στο Rotten Tomatoes αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ούτε μία αρνητική κριτική). Ο Χάνεκε είναι μέσα στους πραγματικά ελάχιστους μεγάλους δημιουργούς της εποχής μας και ένας σκηνοθέτης που θα αφήσει ιστορία στην πορεία του κινηματογράφου. Άκρως διανοούμενος, βαθυστόχαστος, έχει το θάρρος να θέτει μόνο μεγάλα ερωτήματα, αγνοώντας τη δίψα του κοινού για εύκολες απαντήσεις. Από αυτή την άποψη είναι ένας πραγματικός auteur, του οποίου η Τέχνη και το όραμα δεν γνωρίζουν συμβιβασμούς.

bandBird
Για όσους με κατηγορούν ότι τίθεμαι πάντα υπέρ του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, αγνοώντας τον αμερικάνικο, ένα έχω να πω: ας αναλογιστεί κάποιος τις διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες δημιουργείται ο κινηματογράφος ως  διασκέδαση και ο κινηματογράφος ως Τέχνη. Από τη μία έχουμε τα  τα γελοία ποσά που πληρώνονται οι ηθοποιοί στο Χόλυγουντ για τις κατω-του-μετριου ερμηνείες του, και από την άλλη έχουμε ένα πλήθος άγνωστων γερμανών ηθοποιών σε αυτή την ταινία (στην πλειοψηφία παιδιά!!!) να ζούνε το ρόλο τους καλύτερα από κάθε celebrity "ηθοποιό". Το σίγουρο είναι ότι οι ερμηνείες των ηθοποιών στη Λευκή Κορδέλα μου έφεραν στον νου αντίστοιχες μεγάλων ευρωπαίων ηθοποιών.

bandBarn 
Συχνά, βλέποντας μία κλασική ταινία που σήμερα θεωρείται αριστούργημα του παγκόσμιου κινηματογράφου, αναρωτιέμαι τι να σκεφτόταν άραγε τότε το κοινό και η κριτική; Τι συνέβη μετά την πρώτη προβολή μιας σπουδαίας ταινίας; Ο κόσμος τη θεώρησε αμέσως αριστούργημα ή μήπως δεν είχε καταλάβει ακριβώς για πόσο σημαντικό έργο τέχνης πρόκειται; Πώς ένιωσαν, άραγε, αυτοί που ήταν παρόντες στις πρώτες  προβολές ενός τέτοιου σπουδαίου έργου; Η απορία μου αυτή μου λύθηκε παρακολουθώντας τη Λευκή Κορδέλα. Φίλοι αναγνώστες του blog να το θυμηθείτε, σε αυτή την περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μία ταινία που στο μέλλον θα ανήκει στην κατηγορία των "κλασικών" αριστουργημάτων, ανάλογων με αυτών των Μπέργκμαν, Αντονιόνι, Μπρεσσόν, Ντράγιερ... Πρόκειται για την πιο ώριμη και ολοκληρωμένη δουλειά του σκηνοθέτη (μαζί με το Code Inconnu), ο οποίος θα πρέπει αυτομάτως να τοποθετηθεί ανάμεσα στους σπουδαιότερους δημιουργούς, ακόμα κι από αυτούς που ίσως μέχρι σήμερα να είχαν τις αμφιβολίες τους για το έργο του.

Προσωπική Αξιολόγηση:    9,5  / 11


ΥΓ. Η καλύτερη ελληνική κριτική που έχω διαβάσει μέχρι τώρα για την ταινία -και μία από τις καλύτερες κριτικές γενικότερα, αφού μιλά ουσιαστικά, αποφεύγοντας τη συνήθη κριτικοφλυαρία- είναι αυτή της Πόλυς Λυκούργου για το περιοδικό Σινεμά.

Απόσπασμα από την ταινία: