Thursday, August 20, 2009

L’ Eclisse

eclisseP

“Δύο άνθρωποι δεν θα έπρεπε να γνωρίζονται πολύ καλά αν θέλουν να ερωτευθούν. ..Αλλά τότε ίσως να είναι καλύτερα να μην ερωτευθούν καν…”

Vittoria (Monica Vitti), απευθυνόμενη στον Piero (Alain Dellon)












Τίτλος: L’ Eclisse (H Έκλειψη)

Σκηνοθέτης: Michelangelo Antonioni

Παραγωγή: 1962

Δεν δημιουργούνται πλέον τέτοιες ταινίες. Και για να μην γίνομαι υπερβολικός: δημιουργούνται, αλλά ίσως από 2-3 σκηνοθέτες μόνο, αραιά και που. Το L’Eclisse του Αντονιόνι ανήκει στην (ανεπίσημη) τριλογία που σκηνοθέτησε στις αρχές του ‘60, με θέμα την αποξένωση των ανθρώπινων σχέσεων και την έλλειψη επικοινωνίας. Επίκαιρο θέμα δεν θα έλεγα ότι είναι, αφού το ζήτημα της έλλειψης επικοινωνίας υπήρχε ανέκαθεν στην ιστορία της ανθρωπότητας και δεν συνιστά αυξανόμενο φαινόμενο όπως δείχνουν τα σημάδια των καιρών (τεχνολογία, παγκοσμιοποίηση, καπιταλισμός, κτλ.) και όπως είναι της μόδας να πιστεύουμε. Ίσως απλά ο άνθρωπος να είναι γεννημένος ως ον ανίκανο να επικοινωνήσει ουσιαστικά με άλλα ανθρώπινα όντα, και να είναι ένας από τους στόχους του να επιτύχει αυτή την επικοινωνία με απώτερο σκοπό την πνευματική του ανάπτυξη.

Ας μιλήσω όμως και για την ταινία καθαυτή. Οι τίτλοι ξεκινούν με χαρούμενη χορευτική μουσική να τους συνοδεύει, μέχρι που η ίδια μελωδία σταδιακά σβήνει για να αντικατασταθεί από απόκοσμους, μυστηριώδεις ήχους πιάνου. Η ταινία ξεκινά και βλέπουμε ένα πανέμορφο ζευγάρι μέσα στο μοντέρνο διαμέρισμα τους, σε ένα πλούσιο προάστιο της Ρώμης: την όλο χάρη Vittoria (Monica Vitti) με τον πολύ γοητευτικό Riccardo (Francisco Rabal). Μετά βίας ανταλλάσσουν ορισμένες κουβέντες και αναφέρονται σε μία συζήτηση που φαίνεται να κράτησε όλο το βράδυ και που οδήγησε την Vittoria στην απόφαση της να χωρίσουν. Το παραπάνω το διαπιστώνει ο θεατής με τον πιο παράξενο τρόπο, αφού οι ήρωες πλανώνται στον χώρο χωρίς να κοιτάνε ο ένας τον άλλον, μιλάνε ελάχιστα ως καθόλου και η κάμερα του Αντονιόνι διαλέγει παράξενες, γεωμετρικές οπτικές γωνίες για να μας αποδώσει την απόσταση μεταξύ τους. Χαρακτηριστική (και άκρως εντυπωσιακή) είναι μία σκηνή όπου η Vittoria παρατηρεί τον Riccardo να κάθεται σε μία καρέκλα στο γραφείο εντελώς ακίνητος, με στητά όρθια την πλάτη και τα χέρια ακουμπισμένα στα πόδια του, σαν άγαλμα κυριολεκτικά, να κοιτά μπροστά το κενό. Η Vittoria περνά από μπροστά του και ο ίδιος δεν ανοιγοκλείνει καν τα βλέφαρα, είναι λες και ζει σε ένα δικό του χωροχρόνο τη στιγμή εκείνη. Τότε η Vittoria πηγαίνει στο διπλανό δωμάτιο, κοιτάζεται στον καθρέφτη και με φρίκη κρύβει το πρόσωπο της σαν να θέλει να ξεφύγει. “Με αγαπάς; Πότε έπαψες να μ’αγαπάς;”, θα ρωτήσει κάποια στιγμή ο Riccardo σαν να ξυπνάει από το κώμα του, όπου η Vittoria θα του απαντήσει δύο φορές, “Δεν ξέρω.”


1962-monica-vitti-e-alain-delon-sul-set-di-l-eclisse-11018


Η παραπάνω σκηνή άνετα μπορεί να αποδώσει το κλίμα που διέπει αυτή την αριστουργηματική ταινία-μελέτη πάνω στις ανθρώπινες ερωτικές σχέσεις. Κι ας μην προσπαθεί ο Αντονιόνι να μας δώσει στοιχεία για το τι πραγματικά συμβαίνει, τις αιτίες αυτής της αποξένωσης.

Η ταινία βέβαια έχει και τα θορυβώδη και πληθωρικά τμήματά της και αυτά λαμβάνουν μέρος στο χρηματιστήριο της Ρώμης, όπου παρακολουθούμε εκατοντάδες κόσμο να κάνει τις συναλλαγές των μετοχών του μέσα σε ένα κλίμα που πιο πολύ ζούγκλα θυμίζει παρά οργανωμένο χώρο όπου συναλλάσσονται άνθρωποι. Ο κόσμος φαίνεται να βάζει τα δυνατά του για να κερδίσει την περιουσία του, ένα αδιάκοπο παιχνίδι που ούτε ο θάνατος δεν σταματά (όπως με πολύ ωραίο τρόπο μας παρουσιάζει ο Αντονιόνι σε μια σκηνή). Παραδόξως, όταν αφορά τα προσωπικά κέρδη του, ο άνθρωπος φαίνεται να βάζει τα δυνατά του να επικοινωνήσει με τους άλλους, κάτι που δεν ισχύει στον ίδιο χώρο και στην ίδια στιγμή, όταν δεν υπάρχει το προσωπικό όφελος. Έτσι και η αδυναμία της μητέρας της Vittoria να την ακούσει και να την καταλάβει.

Ο άλλος μεγάλος πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο επίσης γοητευτικός Alain Dellon στο ρόλο του χρηματιστή Piero, που όπως του λέει και η Vittoria σε κάποια στιγμή φαίνεται να μη μπορεί να σταθεί ακίνητος ούτε για ένα λεπτό, αφού τέτοια είναι η δουλειά του στον αγχωτικό τομέα των χρηματιστηριακών συναλλαγών. Ο ίδιος ένας αδίστακτος playboy (δεν θα αργήσει να παρατήσει κυριολεκτικά στον δρόμο την κοπέλα με την οποία βγαίνει, μόνο και μόνο επειδή άλλαξε το χρώμα των μαλλιών της), που όμως έχει την ικανότητα και την ανάγκη να αγαπήσει. Ο κόσμος του Piero είναι ένας κόσμος τόσο ξένος για την Vittoria. Η εμμονή του Αντονιόνι με το ξένο είναι διάχυτη σε αυτή του την ταινία. Κάποια στιγμή, αφού έχει χωρίσει με τον Riccardo, η Vittoria θα επισκεφθεί μία γειτόνισσα από την Κένυα. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι της τελευταίας πραγματικά μεταφέρει τον θεατή σε μία άλλη ήπειρο, με αποκορύφωμα τον ξέφρενο αφρικανικό χορό της Vittoria, μασκαρεμένη σαν ιθαγενής.

antonioni_420


Οι παραπάνω εικόνες μπορεί να φαντάζουν στον αναγνώστη που δεν έχει δει την ταινία ως αλλόκοτες και αταίριαστες – και θα ήταν αν δεν επρόκειτο για την απίστευτη μαεστρία του Αντονιόνι. Γιατί δεν έχουμε να κάνουμε με έναν απλό σκηνοθέτη αλλά με έναν auteur στην ιστορία του κινηματογράφου.

Οι εικόνες αυτές θα συνεχίσουν να τονίζουν τη σχέση (η καλύτερα τη μη-σχέση) των ανθρώπων με το περιβάλλον τους, γι αυτό και ο σκηνοθέτης επιμένει να τονίζει γεωμετρικά σχήματα: οι “ουρές” που αφήνουν τα αεροπλάνα στον ουρανό, οι συμμετρικές οικοδομές, οι παράλληλοι δρόμοι, τα σταυροδρόμια, μία μισοτελειωμένη οικοδομή, η ρυμοτομία της Ρώμης όπως φαίνεται πανοραμικά από το αεροπλάνο.

Ο Αντονιόνι λοιπόν φροντίζει να επικεντρωθεί περισσότερο στο φυσικό περιβάλλον των ηρώων σε συνάρτηση με το πως κινούνται και ενεργούν μέσα σε αυτό. Γι αυτό και ο διάλογος δεν επιχειρεί να αιτιολογήσει τις ενέργειες τους, παρά μόνο ελάχιστα. Καθώς συζητά με την φίλη της από την Κένυα, η Vittoria θα πει, “Εδώ τα πάντα είναι δύσκολα… Ακόμα και η αγάπη”, αναφερόμενη στην οργανωμένη ζωή μιας μεγαλούπολης, ενώ πρωτύτερα θα εκμυστηρευθεί, “Υπάρχουν στιγμές που το να κρατάς μία κλωστή και βελόνα, ή ένα βιβλίο, ή έναν άνδρα – είναι όλες το ίδιο.”

Η παραπάνω πρόταση μετουσιώνει το κλίμα όχι μόνο της συγκεκριμένης ταινίας αλλά και των υπόλοιπων της τριλογίας του Αντονιόνι. Όπου οι γυναίκες φαίνονται συνεχώς να προσπαθούν να αρνηθούν τα ερωτικά καλέσματα των ανδρών, και αφού εν τέλει ενδώσουν, προσπαθούν να δραπετεύσουν. Ο λόγος άγνωστος, μένει στον θεατή και το πως ερμηνεύει τη σκηνοθεσία του Αντονιίονι για να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Στη συγκεκριμένη ταινία, προς το τέλος, η Vittoria και ο Piero φαίνονται επιτέλους να ζουν τον έρωτα τους, σαν μικρά παιδία, κυλιούνται στο πάτωμα, φιλιούνται και ανανεώνουν το ραντεβού της για την επόμενη μέρα και την μεθεπόμενη, και για κάθε μέρα, όπως οι ίδιοι λένε. Μόνο που δευτερόλεπτα αργότερα, καθώς θα έχουν αποχαιρετιστεί, ο φακός του σκηνοθέτη θα εστιάσει στα πρόσωπα τους όπου ξαφνικά η αίσθηση χαράς και αγαλλίασης έχει αντικατασταθεί από έναν αόριστο μορφασμό ματαιότητας. Πώς είναι δυνατόν μέσα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα, η ψυχική κατάσταση των ανθρώπων να αλλάξει και την χαρά να κυριεύσει η αβεβαιότητα, ο φόβος και η ματαιότητα; Νομίζω ότι κάθε ώριμος άνθρωπος που έχει εμπλακεί σε σοβαρή σχέση έστω και μία φορά στη ζωή του μπορεί να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση… Ή μήπως όχι;

eclissestreet


Το φινάλε της ταινίας είναι και η ιδιόμορφη κατάληξη του τι έχει προηγηθεί. Ένας άγνωστος άνδρας κατεβαίνει από το λεωφορείο διαβάζοντας στην εφημερίδα για τα την εύθραυστη κατάσταση της ειρήνης - κάτι που δεν αναφέρθηκε διόλου κατά τη διάρκεια της ταινίας, αλλά το κλίμα αποξένωσης που φωτογραφίζει ο Αντονιόνι τα τελευταία 8 λεπτά της ταινίας, χωρίς κανένα διάλογο σε προϊδεάζουν για κάτι φριχτό: τρομακτικά πρόσωπα περαστικών στο δρόμο, άνθρωποι που μοιάζουν χαμένοι, κτίρια και δρόμοι χωρίς ψυχή, ένα γεμάτο βαρέλι με νερό να έχει τρυπήσει και να αδειάζει αργά…. Η “εξέλιξη” της αποξένωσης φαίνεται να απλώνεται πέρα από τις ερωτικές σχέσεις, και το μέλλον βουτηγμένο στο σκοτάδι να φωτίζεται μόνο από μία ηλεκτρική λάμπα.

Ίσως η καλύτερη στιγμή του Αντονιόνι, ένα αριστούργημα που επιβεβαιώνει πόσο μεγαλειώδης μπορεί να είναι η Τέχνη και πως ο σημερινός κινηματογράφος (με απειροελάχιστες εξαιρέσεις) αποτυγχάνει παταγωδώς να καταφέρει κάτι παρόμοιο.

Προσωπική Αξιολόγηση: 9,8 / 11*

*Στο σχόλια παρακάτω εξηγώ το 9.8 (το οποίο αρχικά ήταν 10).

Η σκηνή του αφρικάνικου χορού: