Saturday, February 28, 2009

Slumdog Millionaire

slumPost

 

Τίτλος: Slumdog Millionaire

Σκηνοθέτης: Danny Boyle

Παραγωγή: 2008

 

Από τις προηγούμενες δουλειές του Άγγλου σκηνοθέτη Danny Boyle έχω δει το Shallow Grave, το Trainspotting, και το The Beach. Καμία από αυτές δεν βρήκα αξιόλογη ταινία, με εξαίρεση ίσως το Shallow Grave απλά και μόνο επειδή είχε κάποιο σασπένς. Το Slumdog Millionaire κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας και συνολικά 8 Όσκαρ. Αναμενόμενο το αποτέλεσμα, γνωρίζοντας πως συνήθως ψηφίζει η ακαδημία: μάλλον το Slumdog Millionaire ήταν η χειρότερη από τις υποψήφιες ταινίες.

Οι αδυναμίες πολλές. Ξεκινώντας από το σενάριο, το οποίο ακροβατούσε ανάμεσα στα όρια του παράλογου και του γελοίου. Με λίγα λόγια μου θύμισε τα «λογοτεχνικά» βιβλία πρωτοεμφανιζόμενων Ελλήνων συγγραφέων που αποτελούνται από ανάλαφρες ιστορίες χωρίς ουσία. Η πλοκή διαδραματίζεται γύρω από ένα τηλεπαιχνίδι, ο ήρωας ένα φτωχός νεαρός που είναι μοιραίο να κερδίσει (η ταινία φροντίζει να το τονίσει αρκετές φορές), όπως επίσης μοιραίος είναι και ο έρωτας του για μία όμορφη κοπέλα που γνώρισε όταν έμεινε ορφανός. Ακούγεται αφελές και, πιστέψτε με, είναι. Υπήρχαν σκηνές παράλογες και αναφέρω ενδεικτικά τον τρόπο με τον οποίο ο ήρωας της ταινίας μαθαίνει για το όνομα του όπλου, ή την σκηνή όπου κλέβει τρόφιμα όσο βρίσκεται στο τρένο. Υπερβολικός, και καθόλου ρεαλιστικός, ο τρόπος που παρουσιάζεται ο παρουσιαστής του τηλεοπτικού παιχνιδιού. Καθόλου πειστικός και ψεύτικος και ο διάλογος μεταξύ των μικρών παιδιών.

slum1

Όσο για τις ερμηνείες, κυμαίνονται από κακές ως αδιάφορες. Ο πρωταγωνιστής Dev Patel ερμηνεύει με υπερβολή κι αυτός τον ρόλο του. Όσο συμμετέχει στο τηλεπαιχνίδι, οι αντιδράσεις του είναι πέρα για πέρα αφύσικες, σε σημείο που αναρωτιέσαι αν υποτίθεται ότι ο ήρωας πάσχει από κάποιο πρόβλημα υγείας (σωματικό ή διανοητικό). Ο αδερφός του από την άλλη, φαίνεται να αλλάζει διαθέσεις λες και πρόκειται για άτομο με πολλαπλή προσωπικότητα. Συμπαθητική, αλλά τελικά αδιάφορη και η πρωταγωνίστρια Freida Pinto.

Όσοι έχετε δει δείγμα από τις προηγούμενες ταινίες του Danny Boyle θα ξέρετε τι να περιμένετε. Γρήγορη σκηνοθεσία, με πολύχρωμα πλάνα, έντονη μουσική, μια τάση προς την υπερβολή: η σκηνή όπου ο πρωταγωνιστής λούζεται μες στα κόπρανα παραπέμπει σε χοντροκομμένο χιούμορ και μου θύμισε την παρόμοια, αντιαισθητική σκηνή στο Trainspotting – ήταν, αλήθεια, απαραίτητη; Και μιας και μίλησα για χιούμορ, υπάρχει συχνά η εναλλαγή στις διαθέσεων όπως μας έχει συνηθίσει ο σκηνοθέτης: τη μία στιγμή βλέπεις την ανθρώπινη εξαθλίωση και μόλις με το που πας να νιώσεις τον πόνο τον πρωταγωνιστών, αμέσως ακολουθεί κάποιο πρόχειρο αστείο, λες και ο Danny Boyle θέλει να μας υπενθυμίζει συνεχώς πως πρόκειται εν τέλει για μια feel good ταινία.

slum2

Σε γενικές γραμμές ο επιφανειακός τρόπος με τον οποίο ο σκηνοθέτης ξεδιπλώνει τους χαρακτήρες των ηρώων του, ο γρήγορος ρυθμός, ο εύκολος και μπανάλ συναισθηματισμός, η έλλειψη κάποιου λόγου ύπαρξης αυτής της ταινίας, πέρα από το να διασκεδάσει τον θεατή παραπέμπουν σε προϊόν έτοιμο να καταναλωθεί από την γενιά του MTV (η απόδειξη; Η ταινία βρίσκεται ήδη στο top 250 του IMDB και το κοινό την έχει ψηφίσει στην θέση #39 !!!)

Έχοντας δει το Slumdog Millionaire έμεινα με την απορία: γιατί να γυριστεί μία τέτοια ταινία; Θέλει να μεταδώσει κάποιο μήνυμα ο σκηνοθέτης, να δημιουργήσει ένα καλό έργο Τέχνης, να μας μεταφέρει κάποια ερεθίσματα, να μας προβληματίσει ίσως; Τίποτα από αυτά! Προφανώς, όπως ανέφερα και παραπάνω η ταινία υπάρχει για να κρατήσει ικανοποιημένα τα πλήθη που θέλουν απλά να πάνε σινεμά ή να νοικιάσουν ένα DVD για να περάσει κάπως η ώρα τους. Το Slumdog Millionaire είναι αδύναμο παντού: αδιάφορο σενάριο, κακές ερμηνείες, φιλόδοξη (και ματαιόδοξη) σκηνοθεσία. Για άλλη μια φορά μία από τις χειρότερες ταινίες της χρονιάς κερδίζει το Όσκαρ καλύτερη ταινίας, κάνοντας έτσι τον απαίδευτο θεατή να πιστεύει ότι πρόκειται για κάτι το ξεχωριστό. Κι εγώ θέλω να ρωτήσω: αξίζει κάποιος να σπαταλήσει δύο πολύτιμες ώρες από τη μέρα του που δεν θα τον οδηγήσουν πουθενά, ενώ μπορεί να καλλιεργηθεί με ένα προϊόν αυθεντική τέχνης;

Προσωπική αξιολόγηση:   1,5  /  11

 

ΥΓ. Όπως έγινε και με το Trainspotting, το soundrack του Slumdog Millionaire έκανε επιτυχία – φαντάζομαι κυρίως στο νεαρό καταναλωτικό κοινό. Προσωπικά, δεν μπορώ να καταλάβω πώς κάποιος θα μπορούσε να ακούσει αυτή την μουσική (σαχλή κατ’ εμέ) πάνω από μία φορά. Περί ορέξεως όμως, κολοκυθόπιτα…

Monday, February 23, 2009

La Pianiste


piaPOs

Τίτλος: La Pianiste (Η Δασκάλα του Πιάνου)

Σκηνοθέτης: Michael Haneke

Παραγωγή: 2001

Η Δασκάλα του Πιάνου του Γερμανού-Αυστριακού Haneke (σίγουρα ανάμεσα στους 5 σημαντικότερους σκηνοθέτες στον κόσμο αυτή την στιγμή), δεν είναι η πιο αντιπροσωπευτική ταινία του σκηνοθέτη και μάλλον, με αντικειμενικά κριτήρια, όχι και η καλύτερη του. Παραμένει ωστόσο ένα εξαιρετικό έργο Τέχνης.

Η ταινία βασίζεται στη νουβέλα της –πλέον νομπελίστριας- Elfriede Jelinek. Αν δεν έχετε διαβάσει ακόμα το βιβλίο το συστήνω ανεπιφύλακτα. Από τις πιο δυνατές και αρρωστημένες εμπειρίες και ευτυχώς η ταινία του Haneke κρατάει την ίδια ατμόσφαιρα. Η ταινία έχει πάρει αρκετά βραβεία. Τα πιο σημαντικά στο Φεστιβάλ Καννών το 1991, όπου κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής, το βραβείο ανδρικής ερμηνείας για τον Benoît Magimel και το βραβείο γυναικείας ερμηνείας για την Isabelle Huppert.

Και σε αυτό το σημείο να τονίσω ότι η ερμηνεία της Huppert ως η νευρωτική, κρύα, γεμάτη σεξουαλικές εμμονές πιανίστρια, είναι χωρίς υπερβολή από τις καλύτερες γυναίκειες ερμηνείες – και όχι μόνο των τελευταίων χρόνων. Μαζί με αυτή της Holly Hunter στα Μαθήματα Πάνου είναι από τις δυνατότερες ερμηνείες που έχουμε δει.

hupperaward Η Isabelle Huppert φωτογραφίζεται στις Κάννες με το βραβείο γυναικείας ερμηνείας που δίκαια της άξιζε.

Η ταινία έχει να κάνει με την Erika, μία δασκάλα του πιάνου στο Κονσερβατόριο της Βιέννης. Υπό την επίβλεψη μιας αυταρχικής μητέρας, με την οποία και συγκατοικεί, η Erika απαιτεί την τέλεια ερμηνεία από τους μαθητές της τη μέρα και το βράδυ ενδίδει στις σεξουαλικές φαντασιώσεις της, από το να επισκέπτεται sex shop μέχρι να παρακολουθεί ζευγάρια να ερωτοτροπούν. Η ταινία διαδραματίζεται στην Βιέννη, και είναι πράγματι γυρισμένη εκεί, αλλά στη γαλλική γλώσσα με Γάλλους ηθοποιούς. Ωστόσο η δεξιοτεχνική σκηνοθεσία του Haneke μαζί με τις εξαιρετικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών (και όχι μόνο των πρωταγωνιστών) σε κάνουν να μην μπεις καν στη διαδικασία να σκεφτείς αυτή την λεπτομέρεια.

Στην ταινία η ηρωίδα Erika, δέχεται καθημερινά τις πιέσεις της αυταρχικής, κενής μητέρας της. Η τελευταία, με την σχολαστικότητα και την περιέργεια της δεν απέχει και πολύ από την ελληνίδα μητέρα που ωθεί συχνά τα παιδιά της σε ακραίες συμπεριφορές. Αναφέρομαι στα κόμπλεξ αλλά και τις ανασφάλειες κάθε είδους που μπορεί κάποιος άθελά του να αποκτήσει, κάτω από την συνεχή κριτική μιας μητέρας που θέλει να φυλάει το παιδί της λες και της ανήκει ολοκληρωτικά. Η διαφορά είναι ότι η πρωταγωνίστρια δεν δέχεται παθητικά αυτή τη συμπεριφορά της μητέρας –όπως η πλειοψηφία της ελληνικής νεολαίας- αλλά αντιστέκεται.

Η Erika λοιπόν αντιδρά. Δεν διστάζει να χτυπήσει την μητέρα της και να της τραβήξει τα μαλλιά αφαιρώντας ολόκληρες τούφες όπως παραπονιέται η ίδια η μητέρα. Αργότερα, μετά από μία έξαρση πάθους, η ίδια η Erika θα ορμήσει στην μητέρα της -καθώς μοιράζονται το ίδιο κρεβάτι- και θα την φιλήσει παθιασμένα (ή απεγνωσμένα) στο στόμα, διεκδικώντας την σεξουαλικά.

pia2 O Benoît Magimel στον ρόλο του γοητευτικού Walter Klemmer

Κάποια στιγμή θα γνωρίσει έναν πολύ γοητευτικό νεαρό τον Walter Klemmer (Benoît Magimel) σε ένα μουσικό soiree μιας αριστοκρατικής οικογένειας, όπου εύστοχα ο Klemmer θα πει στην Erika, «Ο κόσμος πλέον ακούει μόνο pop και rock. Δεν υπάρχουν πια οικογένειες σαν αυτήν.» Δεν ξέρουμε αν η Erika τον αγαπά. Είναι πολύ ψυχρή απέναντι του. Την πρώτη φορά που τον ακούει να ερμηνεύει το Scherzo από την προτελευταία σονάτα του Schubert κοιτάει το κενό. Δεν ξέρουμε αν η ερμηνεία του την έχει αγγίξει ή αν την αφήνει τελείως αδιάφορη. Κι ας είναι ο Schubert η ειδικότητά της. «Δεν έχω συναισθήματα. Κι αν αποκτήσω δεν τα αφήνω ποτέ να κατακτήσουν την ευφυΐα μου», του λέει κάποια στιγμή.

Και να τονίσω, σε αυτό το σημείο, ένα σημαντικό στοιχείο στη σκηνοθεσία που διαφοροποιεί αυτή την ταινία από τις υπόλοιπες του Haneke: η χρήση της μουσικής. Ο ίδιος ο Haneke έχει πει ότι δεν θέλει να χρησιμοποιεί μουσική στις ταινίες, επειδή πιστεύει ότι προδιαθέτουν και υποκινούν συναισθηματικά τον θεατή. Και το τηρεί. Όμως μία ταινία με θέμα τη μουσική θα ήταν αδύνατη χωρίς αυτήν. Ακούμε λοιπόν καθαρά κλασική μουσική. Μάλιστα ο Haneke επιλέγει πολύ προσεκτικά και η μουσική ακούγεται σε κρίσιμα σημεία που τονίζουν την συναισθηματική (φαινομενικά) απάθεια της Erika. Σκόπιμα, επίσης, διαλέγει πολύ συναισθηματικά κομμάτια. Η δεύτερη κίνηση από την Σονάτα νο. 20 του Schubert είναι από τις πιο σπαρακτικές στιγμές του συνθέτη. Το ίδιο ισχύει και για το 1ο Σεξτέτο του Brahms με την τόσο φορτισμένη αργή κίνηση. Το τελευταίο κομμάτι ακούγεται live σε μία πανέξυπνη σκηνή –από αυτές που μόνο ο Haneke καταφέρνει στο σύγχρονο κινηματογράφο- με τον Walter να κάθεται πίσω από την Erika κατά τη διάρκεια ενός κονσέρτου και να την παρακολουθεί. Η Erika έχει πλήρη επίγνωση του τι συμβαίνει, ενώ ταυτόχρονα ο Walter φλερτάρει με δύο κορίτσια που κάθονται πίσω από αυτόν. Είναι ένα ερωτικό παιχνίδι που συνοψίζει την ανθρώπινη ερωτική προσέγγιση και το παιχνίδι του φλερτ.

Η σκηνοθεσία του Haneke έχει την ακρίβεια χειρουργικού νυστεριού – σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη. Δεν διστάζει να δείξει το ωμό σεξ και την κακοποίηση χωρίς λογοκρισία. Κάτι τέτοιο άλλωστε θα ήταν υποκρισία, δεδομένου το θέμα της ταινίας, και την ρεαλιστική προσέγγιση του σκηνοθέτη.

Michael-HanekeΟ σκηνοθέτης Michael Haneke

Πολλοί λένε ότι δεν μπορούν να ταυτιστούν με την ηρωίδα, ούτε με το θέμα της ταινίας (κάτι παρόμοιο είχα ακούσει και για το πολύ καλό Crash του Cronneberg). Μου κάνει τρομερή εντύπωση, κι αυτό γιατί έχω γνωρίσει πολλές Ερίκες. Και άτομα με τις πιο περίεργες σεξουαλικές εμμονές. Αλλά και αν κάποιος δεν έχει γνωρίσει τέτοια άτομα, υπάρχουν αμέτρητα παραδείγματα γύρω μας διαστροφικών ανθρώπων με κύρος και εξουσία, ή ανθρώπων που λειτουργούν κάτω από αυστηρή επίβλεψη ανώτερων και εκφράζουν ακραίες σεξουαλικές συμπεριφορές. Αν ήθελα να δώσω ένα πρόχειρο παράδειγμα, το μυαλό μου πάει αμέσως σε διάφορα σεξουαλικά σκάνδαλα που ακούμε συχνά από τον χώρο της εκκλησίας. Απλά ένα παράδειγμα θέλω να δώσω, χωρίς να σημαίνει ότι τα ξεχωρίζω.

Ο θεατής μπορεί εύκολα να κατηγορήσει την Erika ως ανώμαλη και σεξοδιαστροφική ή να την λυπηθεί. Κι όμως εγώ θα την υποστηρίξω, χωρίς να σημαίνει ότι συμφωνώ με τη συμπεριφορά της. Απλά δεν την κρίνω: σε κάποια στιγμή, η Erika ζητά από τον Walter να την χτυπήσει βίαια. «Η έντονη επιθυμία να με χτυπήσουν υπήρχε πάντα μέσα μου», τον εκλιπαρεί. Αυτός την κοιτάζει με ένα ύφος λύπης και αποδοκιμασίας. Του φαίνεται παράλογη αυτή η συμπεριφορά. Ο ίδιος θέλει την αγάπη της Erika. Ποιος από τους δύο όμως φέρεται παράλογα; Τι είναι αυτό που καθιστά φυσιολογικές τις σεξουαλικές ορμές του Walter και όχι τα βίτσια της Erika; Υπάρχει διαφορά και αν ναι ποια είναι τα όρια; «Άνοιξε το καλλιεργημένο στόμα σου και δικαιολόγησε αυτές τις μαλακίες!», θα απαντήσει ο Walter στην έκκληση της Erika για ξύλο. Ίσως αυτό που δεν συνειδητοποιεί ο ίδιος είναι ότι η κουλτούρα και ο κόσμος της διανόησης και της τέχνης δεν έχουν να κάνουν με το σεξ, αυτό το άγριο ένστικτο που δεν μας διαχωρίζει από τα ζώα. Ίσως λοιπόν και ο ίδιος να είναι από μόνος του παράλογος.

Στο τέλος η ταινία αφήνει τον θεατή με πολλά ερωτηματικά. Το ίδιο το τέλος απότομο, με μία coda που χτίζεται με χιτσκοκική ένταση – τυπικός Haneke σε όλο του μεγαλείο! Ίσως να εκνευρίσει κάποιους. Σίγουρα πάντως η ταινία –όπως όλες του σκηνοθέτη- θα ενοχλήσουν το κοινό. ο Haneke, όπως και ο Tarkovsky, ανήκει στους μεγάλους δημιουργούς που έχουν πει ξεκάθαρα σε συνεντεύξεις ότι ο κινηματογράφος δεν έχει σκοπό να διασκεδάσει το κοινό και να το κάνει να περάσει καλά. Γι αυτό υπάρχουν οι ανάλαφρες ταινίες και το Χόλιγουντ (επί το πλείστον). Το σινεμά του Haneke είναι πραγματική Τέχνη και σίγουρα ο ίδιος θα μείνει στην ιστορία του κινηματογράφου ως ένας από τους μεγαλύτερους δημιουργούς.

Προσωπική Αξιολόγηση: 9 / 11*


*Όπως είπα και πριν η ταινία δεν είναι η πιο αντιπροσωπευτική του Χάνεκε και όπως λένε και πολλοί κριτικοί, ίσως όχι και η καλύτερη του (και με αυτό συμφωνώ). Όμως επειδή καταπιάνεται με την κλασική μουσική και με θέματα που μου κεντρίζουν το ενδιαφέρον, συν την συγκλονιστική ερμηνεία της Huppert, έχει ξεχωριστή σημασία για μένα.

Friday, February 6, 2009

The Wrestler (Ο Παλαιστής)

wrestPo

Σκηνοθεσία: Darren Aronofsky

Παραγωγή: 2008

Ο Παλαιστής είναι η καλύτερη ταινία του Aronofsky μέχρι σήμερα. Ωστόσο, όπως και οι προηγούμενες ταινίες του, φαίνεται να προορίζεται (ή να ελπίζει) σε ένα target group κάτω των 30.

Ο Aronofsky επιτέλους φαίνεται να επικεντρώνεται στην πλοκή της ταινίας και τον χαρακτήρα των ηρώων του. Η σκηνοθεσία του είναι σχεδόν απέριττη (λέω "σχεδόν" επειδή και πάλι υπάρχουν 1-2 σκηνές υπερβολής, όπως αυτή στην οποία χορεύει με την κόρη του σε μια άδεια ballroom αίθουσα και που ευτυχώς κρατάει ελάχιστα μόνο δευτερόλεπτα) με αρκετά κοντινά πλάνα να επικεντρώνονται στον πόνο (σωματικό και ψυχικό) του πρωταγωνιστή, επιτυγχάνοντας την ταύτιση μας μαζί του. Λείπουν, ευτυχώς, οι εμμονές με τα ωραία πρόσωπα των πρωταγωνιστών, τα zoom και η έμφαση σε σκηνές και εκφράσεις που, ναι μεν φαντάζουν ωραία, αλλά δεν μας λένε κάτι για την ταινία καθαυτή, λείπουν τα στυλιζαρισμένα πλάνα και φωτογραφία, ενώ αντιθέτως αρκετές φορές η κάμερα είναι χειροκίνητη. Και επιτέλους υπάρχει ένα διακριτικό score που ακούγεται ελάχιστα και μόνο στις στιγμές που πρέπει. Καμία σχεση δηλαδή με τις δύο προηγούμενες απόπειρες του Aronofsky.

Όλα αυτά είναι θετικά και αποτελούν μία ευχάριστη έκπληξη για τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη. Καλή είναι και η ερμηνεία του Ρουρκ. Ωστόσο θεωρώ υπερβολή να μιλήσει κάποιος για συγκλονιστική ερμηνεία. Ίσως επειδή ο ρόλος του Παλαιστή είναι τόσο κοντά με τον πραγματικό Ρουρκ (ο ίδιος μποξερ που έχει περάσει πολλές δύσκολες περιόδους κατά καιρούς). Προσωπικά, ο ρόλος του στον Παλαιστή μου θύμισε αρκετά -και σίγουρα έχει κοινά με- τον Marv, τον χαρακτήρα που υποδυόταν στο Sin City.

wrest4

Η νέα ταινία του Aronofsky δείχνει σαν να προσπαθεί να αποκτήσει cult status και πιστέψτε με είναι ήδη cult (βρίσκεται ήδη στη θέση 47 του IMDB -- πράγμα που λέει πολλά για το πως ψηφίζει ο μέσος θεατής). Δεν είναι και τόσο δύσκολο, αφού είναι (χωρίς να το θέλει) μία φαλλοκρατική ταινία που θα λατρέψει ο macho άνδρας και οι έφηβοι. Ακούγονται τραγούδια Guns N Roses, Bruce Springsteen και Scorpions και άλλα hard rock 80s κομμάτια. Υπάρχει αίμα, πάλη, βία, ιδρώτας. Μυες και τεστοστερόνη. Μπίρα και στριπτίζ. Νομίζω αυτά τα συστατικά είναι αρκετά για να μιλάνε κάποιοι για cult ταινία.

Ως θέμα, τι έχει να μου πει ο κόσμος του wrestling; Μου αποδεικνύει πόσο ανεγκέφαλοι και μαζοχιστές μπορούν να γίνουν οι άνδρες, με κάνει να απορώ με την θεοποίηση της βίας, αλλά αυτός δεν είναι ο στόχος της ταινίας και του σκηνοθέτη. Η μοναξιά που ακολουθεί τη δόξα, ο μοναχικός τρόπος να ζει κάποιος είναι και ο μοναδικός για μερικούς. Υπάρχουν άτομα που ο αληθινός καθημερινός κόσμος δεν τους χωράει και που μπορούν να ζήσουν μόνο στο περιβάλλον όπου γίνονται κατανοητοί και αποδεκτοί - ασχέτως με το αν αυτό συμβαδίζει με τον υπόλοιπο κόσμο. Είναι Θεοί στο βασίλειο τους, αλλά άστεγοι στην καθημερινότητα που καθορίζει το σύνολο. Σημασία έχει αν έχουν τη δύναμη να κρατήσουν την ισορροπία ανάμεσα στα δύο.

Όπως ανέφερα και προηγουμένως, το σενάριο θα μπορούσε άνετα να είναι η ίδια η ιστορία του Μίκυ Ρουρκ. Καλά όλα αυτά, αλλά τα γνωρίζω ήδη από την τηλεόραση και τις φθηνές εκπομπές που δραματοποιούν αληθινές ιστορίες έκπτωτων αστέρων. Οπότε, τι έχει να μου δώσει αυτή η ταινία ως μορφή τέχνης; Σίγουρα υπάρχει ρεαλισμός σε μερικές σκηνές, αλλά δυστυχώς περιορίζεται στην απεικόνιση splatter και βίας. Και συναίσθημα σε μικρές δόσεις, που φαίνεται περισσότερα να χαϊδεύει τους ήρωες παρά να μελετά σε βάθος την προσωπικότητά τους. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Η ταινία ξεκινά με τη σημείωση “20 χρόνια μετά”. Μετά από τι, και γιατί δεν μας δείχνει ή δεν σκιαγραφεί το πριν, παρά μόνο κάνει νίξεις; Παράδειγμα δεύτερο: ο χαρακτήρας της χορεύτριας Cassidy παίζει σχεδόν πρωταγωνιστικό ρόλο (δίπλα από από τον Ρουρκ) στην ταινία, παραμένει όμως ανεξερεύνητος.

wret3

Στον κινηματογράφο υπήρξαν καλύτερες ταινίες που καταπιάνονται με τα ίδια θέματα σε βάθος και όχι απλά για την διασκέδαση του θεατή. Γι αυτόν το λόγο η ταινία Ο Παλαιστής δεν έχει κάτι νέο να μας πει. Είναι μια μέτρια ταινία, με απλά καλές ερμηνείες και αξιόλογη προσπάθεια για ρεαλιστική σκηνοθεσία. Μερικούς θα συγκινήσει λίγο, άλλους (έφηβους και "μάγκες"') θα τους εξιτάρει η βία και η αδρεναλίνη, το μέσο γυναικείο κοινό θα προτιμούσε να έβλεπε Βridget Jones, ενώ για τον απαιτητικό θεατή η ταινία θα περάσει απαρατήρητη, με μόνο την ερμηνεία του Ρουρκ να μείνει ίσως νωπή στο μυαλό του μέχρι και τα Όσκαρ.

Ωστόσο για μένα ήταν μια ευχάριστη έκπληξη από τον σκηνοθέτη και σίγουρα είναι ένα βήμα προς την σωστή κατεύθυνση για τον Αρονόφσκι.

Προσωπική αξιoλόγηση: 4 / 11