Tuesday, January 27, 2009

The Reader (Σφραγισμένα Χείλη)


Σκηνοθεσία:
Stephen Daldry

Προσωπική Αξιολόγηση:
3,5 / 11



Το βιβλίο The Reader του Bernhard Schlink, πάνω στο οποίο βασίζεται και η ταινία, το διάβασα απνευστί πριν 5 περίπου χρόνια στην αγγλική του έκδοση, και οφείλω να πω ότι έμεινα έκπληκτος όταν έμαθα ότι θα γίνει ταινία. Κι αυτό γιατί η γραφή του Schlink έχει μία ακαδημαϊκή ακρίβεια και απάθεια, αποφεύγοντας τον συναισθηματισμό και τις δραματικές εξάρσεις -- κάνοντας έτσι το βιβλίο δύσκολο να μεταφερθεί σε ταινία από έναν σκηνοθέτη, μάλιστα, του οποίου η προηγούμενη ταινία (Οι Ώρες) λειτουργούσε (αρκετά επιτυχημένα) με βάση το ανθρώπινο συναίσθημα και στο τέλος κατάφερνε πιστεύω να αποφύγει τον μελοδραματισμό (αν και ομολογώ ότι ήταν στα όρια).

Τελικά το διασκευασμένο σενάριο δεν απέχει πολύ από το βιβλίο, δυστυχώς όμως κάποιοι διάλογοι που εγώ προσωπικά θεωρούσα σημαντικούς παραλείφθηκαν. Αυτό όμως είναι κάτι το οποίο είναι αναμενόμενο στα διασκευασμένα σενάρια. Πιστεύω, ωστόσο, ότι το σενάριο θα μπορούσε να διασκευαστεί πιο προσεκτικά, για ένα πιο απαιτητικό κοινό, δίνοντας περισσότερη έμφαση στην φιλοσοφική διάσταση του βιβλίου. Κάποιες φορές ένιωσα, βλέποντας την ταινία, ότι υπήρχαν κάποιες συναισθηματικές εξάρσεις που ήταν περιττές. Όπως διάβασα και κάπου αλλού, ο σκηνοθέτης επιμένει να τονίζει κινήσεις και εκφράσεις δίνοντας έμφαση στην ερωτική σχέση ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές και ωραιοποιώντας την -- χωρίς όμως να είναι αυτό και το ζητούμενο της ιστορίας που διαδραματίζεται. Ίσως γι αυτό να βρήκα κουραστική την πρώτη ώρα της ταινίας.

Πολύ καλή (αλλά όχι εξαιρετική) η ερμηνεία της Kate Winslet, με μόνο πρόβλημα την προφορά της (περισσότερα γι αυτό το θέμα παρακάτω). Αντιθέτως, απλά συμπαθητική ως αδιάφορη η ερμηνεία του νεαρού Γερμανού ηθοποιού David Kross, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο ευθύνονται οι οδηγίες του σκηνοθέτη σε αυτή την περίπτωση. Ένα είναι το σίγουρο: ότι στον ρόλο του ο Kross χαμογελάει πολύ, παίρνει συχνά ένα ναζιάρικο βλέμμα και κρατάει πολλές φορές σοκαρισμένος το κεφάλι του, ενώ ο Daldry φροντίζει να τονίσει το γυμνό εφηβικό του σώμα αρκετά συχνά κατά την διάρκεια της ταινίας. Όσο για τον Ralph Fiennes δεν μπορώ να πω και πολλά γιατί εμφανίζεται ελάχιστα στην ταινία χωρίς να μας δίνετε η ευκαιρία να γνωρίσουμε τον χαρακτήρα του (γίνεται μια απόπειρα να μάθουμε γι αυτόν μέσω της κόρης του, αλλά οι ελάχιστες σκηνές είναι ασαφείς και βεβιασμένες).

Ναι, είναι η Kate Winslet!


Και τώρα θα ήθελα να αναφερθώ σε δύο πράγματα που με ενόχλησαν πολύ στην ταινία, σε σημείο που συνεχώς έχανα τη συγκέντρωσή μου.

Η ταινία διαδραματίζεται εξολοκλήρου στη Γερμανία. Ο Daldry, Βρεττανός ο ίδιος, ναι μεν γυρίζει την ταινία στη Γερμανία. Χρησιμοποιεί Άγγλους και Γερμανούς ηθοποιούς, αλλά βάζει ωστόσο τους πρωταγωνιστές του να μιλήσουν στην αγγλική γλώσσα. Κι εδώ έχω την μεγαλύτερη μου ένσταση για τη συγκεκριμένη ταινία: υποτιμά ο σκηνοθέτης σε αυτή την περίπτωση τη νοημοσύνη μας; Για να απαντήσουμε όμως σε αυτό, πρέπει να κάνουμε μία άλλη ερώτηση πρώτα: για ποιον προορίζεται η ταινία; Σκοπός του σκηνοθέτη, δηλ., ήταν να φτιάξει μια ταινία-πιστή μεταφορά του βιβλίου ή μια ταινία που θα γίνει κατανοητή από την αγγλόφωνη πλειοψηφία; Ταινία για την Τέχνη ή για τη μάζα;

Θα δεχόμουν εν μέρει αυτή του την επιλογή αν όλοι οι ηθοποιοί μιλούσαν αγγλικά με την βρετανική τους προφορά, παρά να ακούω τον Ralph Fiennes και την Kate Winslet να μιλάνε με ψεύτικη γερμανική. Και πόσο υποτιμητικό πρέπει να ήταν για τους Γερμανούς ηθοποιούς να αναγκάζονται και αυτοί να αρθρώνουν κάθε λέξη στα αγγλικά, αλλά προσποιούμενοι την γερμανική προφορά! Και ακόμα πόσο πιο άσχημο (και τολμώ να πω ρατσιστικό) θα φαντάζει το αποτέλεσμα στο γερμανικό κοινό, όταν θα βλέπουν τον Γερμανό πρωταγωνιστή να απαγγέλλει γερμανικά αποσπάσματα μεταφρασμένα στα αγγλικά. Και γιατί σε σκηνές με πλήθη ακούγεται ο κόσμος να μιλάει γερμανικά και μόνο οι πρωταγωνιστές μιλάνε αγγλικά;

Κάποιος μπορεί να μου πει βέβαια ότι συνηθίζεται στο Χόλιγουντ οι ηθοποιοί να μιμούνται την γερμανική ή γαλλική προφορά όταν η ταινία στην οποία συμμετέχουν διαδραματίζεται στις αντίστοιχες χώρες. Αυτό όμως συμβαίνει μόνο στο Χόλιγουντ. Να δώσω ένα παράδειγμα: αν μία χολιγουντιανή ταινία διαδραματίζεται στην Κίνα, τότε θα βάλει ο σκηνοθέτης π.χ. τον Anthony Hopkins να μιλάει αγγλικά με κινέζικη προφορά; Όχι δεν θα το κάνει αυτό αυτό, επειδή θα ήταν γελοίο. Όμως του είναι επιτρεπτό να μιμηθεί την "ρομαντική" γαλλική προφορά ή να μιλάει αγγλικά με γερμανική προφορά επειδή ακούγεται σε πολλούς ως "άγρια" και "επιθετική" γλώσσα. Και αν πιστεύετε ότι αυτό δεν είναι ούτε μορφή ρατσισμού, ούτε υποτίμηση της νοημοσύνης μας, τότε νίπτω τας χείρας μου! Σε άλλον σκηνοθέτη που θα μου ήταν αδιάφορος θα το συγχωρούσα, αλλά από τον Daldry που μας έδωσε τις τόσο ευαίσθητες και ειλικρινείς Ώρες περίμενα μια πιο ώριμη προσπάθεια.

Και κάτι τελευταίο: για να απαντήσω σε αυτούς που πιστεύουν ότι είναι λογικό και αναμενόμενο σε μια ταινία να μιλάνε την γλώσσα του σκηνοθέτη ή των βασικών ηθοποιών (όταν αυτή διαδραματίζεται σε άλλη χώρα), έχω να αναφέρω μερικά βαρυσήμαντα ονόματα σκηνοθετών που χρησιμοποιούσαν την αυθεντική γλώσσα στις ταινίες τους: Kieslowski, Tarkovsky, Haneke, Ang Lee, Egoyan (και αυτοί είναι μόνο οι πρώτοι που μου έρχονται πρόχειρα στο μυαλό!) Σίγουρα είναι πολύ πιο δύσκολο και ριψοκίνδυνο να μην χρησιμοποιήσεις τη μητρική σου γλώσσα, θέλεις όμως να δημιουργήσεις Τέχνη ή θέλεις οπωσδήποτε να έχεις στην ταινία σου αναγνωρίσιμους star του Χόλιγουντ;

Και τώρα το δεύτερο πράγμα που αποσπούσε την προσοχή μου στην ταινία, από την αρχή ως το τέλος, ήταν η απίστευτα αδιάφορη μουσική. Που δεν ήταν καν αδιάφορη εν τέλει, αλλά εκνευριστική. Δεν νομίζω να έχει διαφορά από αυτό που αποκαλούν "elevator music" ή από μουσική πρόχειρης τηλεταινίας. Μουσική βαρετή που υπάρχει απλά για να υπάρχει, συχνά καταστρέφοντας όμορφες σκηνές με το φθηνό της περιτύλιγμα. Όσο ώριμο και ουσιαστικό ήταν το μινιμαλιστικό score του Philip Glass για τις Ώρες, τόσο ανυπόφορο ήταν το score για το The Reader. Η καθαρά προσωπική μου άποψη είναι ότι η ταινία θα λειτουργούσε πολύ καλύτερα χωρίς την παραμικρή μουσική επένδυση (ειδικά στις ερωτικές σκηνές ή τις γυμνές σκηνές στο μπάνιο, αλλά και στο συναισθηματικά φορτωμένο φινάλε). Ή αν ο σκηνοθέτης ήθελε η μουσική να παίξει κάποιον ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη της ταινίας, γιατί να μην δώσει περισσότερη σημασία στον συνθέτη του soundtrack και το περιεχόμενό του; Τον συνθέτη Nico Muhly δεν τον γνωρίζω, αλλά βλέπω ότι έχει γράψει τη μουσική για 4 ταινίες στο παρελθόν και έχει δουλέψει ως co-rdinator με τον Glass στις Ώρες.

Kate Winslet με τον σκηνοθέτη Stephen Daldry


Επίθεση δέχθηκε ο κριτικός της Guardian για την πολύ αρνητική κριτική του στην ταινία, αλλά σίγουρα δεν συμμερίζομαι όλες τις απόψεις του, και η ταινία άλλωστε έχει πάρα και κακές αλλα και πολύ καλές κριτικές. Σκοπός της ταινίας δεν ήταν να δικαιολογήσει τις γενεές των Γερμανών μετά το ολοκαύτωμα όπως υποστήριξαν κάποιοι, αλλά ούτε να είναι και ένα σαχλό love story. Το βιβλίο έχει να κάνει με τις ενοχές που νιώθουμε ως άνθρωποι, ακόμα και όταν είναι αργά, και με την (εγωιστική) ανθρώπινη μας αδυναμία (ή δύναμη) να είμαστε απόμακροι αποφεύγοντας να παραδινόμαστε σε δυνατά συναισθήματα. Η ταινία μόλις που καταφέρνει να μεταδώσει αυτό, αλλά με πολύ συγκεχυμένο τρόπο, αφού επικεντρώνεται στο συναίσθημα όταν πρέπει να το αποφεύγει. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με μία ταινία με αδύναμο σενάριο, που συνεχώς χάνει το focus, άνισες ερμηνείες, μια ταινία που διαδραματίζεται στη Γερμανία με δύο Βρετανούς πρωταγωνιστές και ένα Γερμανό να μιλάνε βρετανικά αγγλικά με γερμανική προφορά, οπότε θα παίξω κι εγώ το ίδιο παιχνίδι και θα πω, "It's a mess!"


Tuesday, January 20, 2009

Milk



Σκηνοθέτης:
Gus van Sant

Προσωπική Αξιολόγηση:
6 / 11


Το Milk του Gus van Sant ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη, πέρα από τις προσδοκίες μου. Τι εννοώ: ο Gus van Sant είναι ένας από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες (προσωπικά τον θεωρώ ανάμεσα στους δύο καλύτερους εν ζωή Αμερικάνους σκηνοθέτες). Οι ταινίες του Gerry, Last Days και Elephant αποτελούν την "ανεπίσημη" Τριλογία του Θανάτου του συγκεκριμένου σκηνοθέτη και είναι η προσωπική μου άποψη ότι είναι από τις σημαντικότερες και πιο ουσιώδης ταινίες των τελευταίων 10 ετών. Έχοντας βέβαια τέτοια άποψη γι αυτόν τον σκηνοθέτη και διαβάζοντας σε κριτικές ότι με το Milk ο Gus van Sant επιστρέφει στο mainstream (ή αλλιώς να πω συμβατικό ή εμπορικό) κινηματογράφο απογοητεύτηκα. Ανάμεσα στις προηγούμενες mainstream ταινίες του συγκαταλέγονται το "Το Die For" και το "Good Will Hunting" -- καλές ταινίες χωρίς όμως να είναι κάτι το ξεχωριστό.

Το ίδιο ακριβώς μπορεί να πει κάποιος και για το Milk. Μια πολύ καλή ταινία η οποία όμως δεν είναι και κανένα αριστούργημα. Τι ήταν αυτό λοιπόν που οδήγησε έναν τόσο ποιητικό και "αργό" σκηνοθέτη να επιστρέψει σε μια πιο "συμβατική" ταινία; Η δική μου εκτίμηση είναι ότι ο Gus van Sant ήθελε τόσο να διηγηθεί την ιστορία του Harvey Milk που ίσως ένας "ίσιος" σκηνοθετικός δρόμος να ήταν ο μόνος τρόπος να γίνει αυτή η ιστορία κατανοητή από το ευρύ κοινό (και η αλήθεια είναι ότι στις προηγούμενες ταινίες του είχα γίνει μάρτυρας του κόσμου που εκνευρισμένος έφευγε από το σινεμά πριν καν τελειώσουν οι ταινίες του). Και συγχαρητήρια στον σκηνοθέτη που μας μετέδωσε την ιστορία του ήρωα Harvey Milk -- ενός ατόμου που ελάχιστοι είχαμε ακουστά πριν την κυκλοφορία της ταινίας στην χώρα μας.

Το σενάριο είναι καλοδουλεμένο, αλλά γνωρίζοντας την προσποιητή macho συμπεριφορά του μέσου straight Έλληνα υποθέτω ότι η ταινία θα ενοχλήσει αρκετά άτομα, τα οποία στο κάτω-κάτω θα δυσκολευτούν να ταυτιστούν με το θέμα της ταινίας. Και σε αυτό έχω να κάνω την εξής παρατήρηση: πώς γίνεται όλοι οι gay να βλέπουν χρόνια τώρα ταινίες με straight ζευγάρια και να μην ενοχλούνται, και μόλις οι straight παρακολουθήσουν έστω και μία ταινία με gay να μην μπορούν να ταυτιστούν συναισθηματικά (σάμπως το συναίσθημα του έρωτα διαφέρει;) Δεν είναι και αυτό μια πολύ σημαντική μορφή σεξισμού/ρατσισμού; Γιατί ο gay να ανέχεται συνεχώς ταινίες με straight θέμα, και ο μέσος straight να μην μπαίνει καν στον κόπο να κατανοήσει μια ταινία με gay;



Επειδή όμως ξεφεύγω από την κριτική -αν και πιστεύω ότι σε αυτή την περίπτωση τέτοιου είδους προβληματισμοί οφείλουν να είναι μέρος της κριτικής- θα ήθελα να επικεντρωθώ λίγο στις ερμηνείες, οι οποίες είναι άψογες. Ο Sean Penn ως Harvey Milk βρίσκει τον εαυτό του σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας του (ο ίδιος βέβαια δήλωσε ότι είχε ταυτιστεί τόσο με τον χαρακτήρα που υποδύεται με αποτέλεσμα να ερωτευθεί την προσωπικότητά του Harvey Milk). Η υποκριτική ικανότητα του Sean Penn λοιπόν είναι σημαντική, αφού δεν περιορίζεται απλά σε μια γκριμάτσα ή μια προφορά, αλλά στον τρόπου που ο χαρακτήρας του ζει στον χώρο και έρχεται σε επαφή με τον κόσμο. Από το πιο τρυφερό φιλί στον εραστή του, τον "κόσμο" του όταν ακούει όπερα, μέχρι την περίπλοκη συμπάθεια (να πούμε έλξη;) του απέναντι στον πολιτικό αντίπαλό του. Τον τελευταίο υποδύεται ο Josh Brolin πολύ πειστικά (ο ρόλος είχε αρχικά προταθεί στον καλό φίλο του σκηνοθέτη Matt Damon, όμως αυτός αναγκάστηκε να αρνηθεί λόγω άλλων επαγγελματικών υποχρεώσεων). Επίσης ξεχωρίζει ο Emile Hirsch, ο οποίος (συμπτωματικά;) είχε παίξει και στην ταινία του Sean Penn Into the Wild, αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές. Και στο Milk η ερμηνεία του είναι τόσο καλή που εγώ προσωπικά ένιωσα ότι αρκετές φορές ξεπερνούσε και αυτήν του Sean Penn.

Τέλος, να ξεκαθαρίσω ότι επειδή πριν ανέφερα την ταινία ως "mainstream" δεν νομίζω ότι ο όρος συμβατικό σινεμά θα μπορούσε να χαρακτηρίσει το Milk, αλλά μάλλον και καμιά άλλη ταινία του Gus van Sant πέρα, ίσως, από το Good Will Hunting. Σε αυτή την ταινία ο van Sant συνθέτει πλάνα από μια πολύχρωμη παλέτα, με γρήγορο μοντάζ αρκετές φορές, ενώ δεν ξεχνάει να μας υπενθυμίζει ότι πρόκειται για έναν δεξιοτέχνη σκηνοθέτη, κινηματογραφώντας συχνά τους ήρωές του μέσα από άλλα αντικείμενα (είτε πρόκειται για μια σφυρίχτρα, έναν καθρέφτη ή ένα τζάμι). Το μόνο που ομολογώ ότι με ενόχλησε κάπως στην ταινία ήταν η μουσική του συνθέτη Danny Elfman (ο Gus van Sant τον έχει χρησιμοποιήσει και σε προηγούμενες ταινίες του) την οποία και βρήκα λίγο γλυκανάλατη.

Το Milk μπορεί να μην είναι ένα αριστούργημα (και σε αυτό συμφωνώ με την κριτική του kioy). Ωστόσο είναι μία αρκετά ενδιαφέρουσα ταινία, με πολύ δυνατές ερμηνείες από όλο το cast (και κυρίως εκεί βασίζω και την προσωπική μου βαθμολογία). Ευτυχώς ο Gus van Sant αποφεύγει τον συναισθηματισμό και αρκετές φορές προσεγγίζει τον χαρακτήρα του Milk με χιούμορ και κάποια αφέλεια και επιπολαιότητα υπενθυμίζοντάς μας διαρκώς ότι πρόκειται ουσιαστικά για έναν απλό άνθρωπο που κατάφερε κυριολεκτικά να σώσει τις ζωές τόσων ανθρώπων και στον οποίο οι επόμενες γενεές θα πρέπει να έχουν ευγνωμοσύνη. Και πιστεύω ότι ακριβώς αυτό επιχείρησε και τελικά κατάφερε να πραγματοποιήσει και ο Gus van Sant με αυτή του την ταινία, και γι αυτό διαφέρει τόσο από την προηγούμενη δουλειά του. Την συνιστώ στον καθένα -- σίγουρα μία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς!


Uc Maymun (Τρεις Πίθηκοι)



Σκηνοθέτης:
Nuri Bilge Ceylan

Προσωπική Αξιολόγηση:
4 / 11


Υποτίθεται ότι ο Nuri Bilge Ceylan είναι από τους σημαντικότερους Τούρκους σκηνοθέτες και αυτό το λέω επειδή δεν έχει τύχει να δω κάποιαν προηγούμενη ταινίας του οπότε είναι και λίγο δύσκολο να κάνω κριτική από την στιγμή που δεν γνωρίζω το έργο του σκηνοθέτη. Αν πρέπει όμως να περιορίσω την κριτική μου στους "3 Πιθήκους" ίσως αυτό να με κάνει και κάπως πιο αντικειμενικό αφού δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το κινηματογραφικό παρελθόν του σκηνοθέτη.

Πριν δω τους "3 Πιθήκους" διάβασα από γνωστό κριτικό σε περιοδικό μια διθυραμβική κριτική. Αυτό που κίνησε την περιέργεια μου ήταν η σύγκριση της σκηνοθεσίας του Ceylan με αυτήν του Ταρκόφσκι. Αυτό δεν ήταν καλό γιατί, ναι μεν είχα την περιέργεια να δω την ταινία, αλλά από την άλλη ο Ταρκόφσκι είναι για μένα ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης όλων των εποχών, οπότε η σύγκριση θα ήταν δύσκολη.

Όσον αφορά την σύγκριση με Ταρκόφσκι πραγματικά δεν βρήκα κανένα απολύτως κοινό σημείο: o Ταρκόφσκι χρησιμοποιεί πολύ αργά, ατελείωτα πλάνα χωρίς διακοπή, ο Ceylan κυρίως στατικά πλάνα. Ο Ταρκόφσκι καταπιάνεται με υπαρξιακά θέματα τα οποία είναι βαθιά πνευματικά, ο Ceylan είναι πιο γήινος και καθημερινός. O Ταρκόφσκι χρησιμοποιεί κυρίως την μουσική του Μπετόβεν, του Μπαχ και του Βέρντι, ο Ceylan χρησιμοποίησε αρκετές φορές ένα αφόρητο λαϊκό άσμα (ringtone) κατά τη διάρκεια της ταινίας που φαίνεται ότι είχε κάποιο νόημα, αλλά σίγουρα ο σκηνοθέτης θα μπορούσε να είχε βρει έναν πιο κομψό τρόπο να το περάσει.

Όμως για να μην νομίζει ο αναγνώστης ότι βασίζομαι μόνο στην σύγκρισή μου με τον Ταρκόφσκι, θα προσπαθήσω να αναφερθώ στην ταινία καθαυτή όπως την κρίνω χωρίς να γνωρίζω τον σκηνοθέτη. Ας ξεκινήσω με το σενάριο, το οποίο μου θύμισε ελληνική σειρά (το Φίλα τον Βάτραχο Σου αρχικά, αλλά και σενάρια του Παπακαλιάτη). Ο σκηνοθέτης εστίαζε συνεχώς το πλάνο του για αρκετή ώρα στους ήρωες του ή σε κάποιο τοπίο, οπότε η κάπως "ψαγμένη" σκηνοθεσία έσωζε την ταινία από το μπανάλ σενάριο και την έκανε να φαντάζει πιο σοβαρή.

Τώρα για την φωτογραφία: η φωτογραφία στάθηκε πιστεύω η κύρια αιτία να μην μπορώ να συγκεντρωθώ στην ταινία. Υπεύθυνος ο Gökhan Tiryaki, ο οποίος ομολογώ ότι ήταν ικανός να "καδραρίσει" έξοχα μία σκηνή.
Όμως -και αυτό το όμως είναι πολύ σημαντικό- η επιλογή χρωμάτων του Ceylan με έκανε να απορώ σε όλη την ταινία. Ο Ceylan με τον Tiryaki λοιπόν χρησιμοποιούν σκούρα, θαμπά χρώματα, έναν παράξενο συνδυασμό μεταλλικού χρώματος και sepia, χρώματα τα οποία αλλοιώνουν την υφή ολόκληρης της ταινίας και έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την σοβαρότητα (ή σοβαροφάνεια) της. Γιατί το λέω αυτό; Παρόμοια επεξεργασία εικόνας με τον ίδιο τρόπο και χρώματα βλέπουμε συχνά στα μουσικά RnB βίντεο κλιπ! Προσθέτουν δράμα και φαντασία σε μια φωτογραφία ή πλάνο, αλλά ταιριάζουν σε ένα πόστερ ταινίας επιστημονικής ή όπως είπα σε κάποιο μουσικό κλιπάκι, αφού αφαιρούν τελείως τον ρεαλισμό από μία ταινία η οποία χρησιμοποιεί ως όπλο της τις πολύ ρεαλιστικές ερμηνείες των χαρακτήρων της. (Μπορείτε να κάνετε κλικ στις φωτογραφίες από την ταινία που έχω στο τέλος της ανάρτησης για να καταλάβετε τι εννοώ.)

Πέρα από τα αρνητικά της ταινίας, να πω ότι βρήκα τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών πολύ καλές, και κυρίως οι 3 αυτοί χαρακτήρες έβγαζαν έναν έντονο ερωτισμό, ασχέτως με το ότι πρόκειται για τα μέλης μιας οικογένειας. Γενικά βρήκα το κλίμα της ταινίας αρκετά ερωτικό και ο σκηνοθέτης κατάφερε να μου μεταδώσει την κάψα του καλοκαιριού και του ανθρώπινου πάθους (στην ταινία αφήνεται να εννοηθεί ότι υπάρχει κάποιος καύσωνας -- άφθονος ιδρώτας, ανεμιστήρες, ήλιος, σε σημείο να νιώθεις την λάβρα μέχρι και όταν πέφτει η νύχτα).

Εν ολίγοις, αν και η ταινία ήταν αρκετά ατμοσφαιρική, δεν μπορώ να πω ότι μου άφησε κάτι ουσιώδες -- την ξέχασα αμέσως και προσωπικά το μόνο που θυμάμαι είναι οι τέλεια στυλιζαρισμένες φωτογραφίες τύπου βίντεο-κλιπ. Ένιωσα κάποια ανακούφιση πρέπει να πω διαβάζοντας μερικές ξένες κριτικές οι οποίες ήταν αρκετά μέτριες γιατί έχοντας διαβάσει ότι πρόκειται για κάποιον μεγάλο σκηνοθέτη ανησύχησα ότι ίσως να μου διέφευγε κάτι όσο έβλεπα την ταινία. Ωστόσο ελπίζω να ήταν απλά μια μέτρια στιγμή του Ceylan και ότι στο μέλλον θα δω κάτι από αυτόν που θα με κάνει να τον χαρακτηρίσω μεγάλο κινηματογραφιστή.