Thursday, March 27, 2008

Εξιλέωση


Atonement (Εξιλέωση)

Σκηνοθέτης:
Joe Wright

Προσωπική Αξιολόγηση:


6.5 / 11

Πολύ Καλή






Αριστερά: Η πρωταγωνίστρια Keira Knightley. Όλα αρχίζουν και τελειώνουν με νερό...




Το Atonement πολύ εύκολα θα μπορούσε να καταντήσει μελοδραματική και απλοϊκή ταινία αν δεν ήταν για την ευαίσθητη και περίτεχνη σκηνοθεσία του Joe Wright..... Η υπόθεση θα μπορούσε να είναι βγαλμένη από ιταλική όπερα (και ο ήρωας της ταινίας ακούει σε κάποια στιγμή την Boheme) γι αυτό και εύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν μία ρομαντική ιστορία -- είναι όμως κάτι παραπάνω από αυτό. Ο σκηνοθέτης τονίζει τις επιπτώσεις του πολέμου στον χαρακτήρα των ανθρώπων, δείχνοντας μας ότι ο θάνατος και η απόγνωση του πολέμου (ή μια οποιασδήποτε καταστροφή που μας επηρεάζει σε τέτοιο βαθμό) εντείνουν την ανάγκη για αγάπη και συντροφικότητα, τονίζοντας την απίστευτη μοναξιά μας. Αυτή η περιγραφή τώρα μπορεί να τοποθετεί την ταινία σε μπανάλ καλούπια, αλλά όπως προανέφερα ο σκηνοθέτης φροντίζει να προσεγγίσει τους ήρωες όχι σαν πλάσματα που περιστρέφονται γύρω από τον έρωτά τους, αλλά σαν οντότητες-κομμάτια ενός παζλ που συνθέτουν την εικόνα μιας ανθρωπότητας στα όρια της απόγνωσης.

Η ταινία αρχίζει με μία μυστηριώδη βουτιά της πρωταγωνίστριας Cecilia σε ένα συντριβάνι μπροστά στα μάτια του Robbie, ενός βοηθού στην πατρική έπαυλή της τον οποίο συνδέουν φιλικές σχέσεις πολλών χρόνων με την οικογένεια. Αυτή τη σκηνή βλέπει και η 13χρονη Briony, αδερφή της Cecilia, κρυφά από ένα παράθυρο της έπαυλής τους και φαίνεται να καταλαβαίνει κάτι που εμείς δεν γνωρίζουμε, αλλά αργότερα θα μάθουμε ότι της φέρνει αναμνήσεις από μία άλλη "βουτιά" που πρόλαβε και έκανε αυτή πριν την αδερφή της. Μετά έρχεται ένα μεγάλο ψέμα και μία παρεξήγηση που θα ταράξει τις σχέσεις των τριών... Και μετά έρχεται και ο... πόλεμος.

Καθώς ο ήρωας μας περιπλανάται στα χωράφια της Γαλλίας, σταματάει κάποια στιγμή σε ένα ξέφωτο και κοιτάζει τον ουρανό. Η σκηνή φωτίζεται από μία λάμψη που κρατάει λίγα μόλις δευτερόλεπτα. Έπειτα όλα επιστρέφουν στις κανονικές τους αποχρώσεις. Ήταν μία σκηνή αγαλλίασης και ευτυχίας που έφυγε γρήγορα. Αμέσως μετά, στο επόμενο πλάνο, ο πρωταγωνιστής θα έρθει αντιμέτωπος με πρωτόγνωρα γι αυτόν συναισθήματα: μπροστά στα πόδια του θα βρει δεκάδες μαθήτριες, ξαπλωμένες στο πράσινο, η μια κολλημένη πάνω στην άλλη, όλες νεκρές.

Σχεδόν στα μέσα της ταινίας υπάρχει μία άλλη σκηνή - τόσο δεξιοτεχνικά σκηνοθετημένη - που πραγματικά σου κόβει την ανάσα. Παρακολουθούμε τον πρωταγωνιστή μας πάλι, να τρέχει από χαρά όταν συνειδητοποιεί ότι επιτέλους έφτασε στα παράλια της Β. Γαλλιας. Εκεί, στη θάλασσα του Dunkirk έχουν συγκεντρωθεί εκατοντάδες Άγγλοι στρατιώτες που περιμένουν την επιβίβασή τους στα πλοία που θα τους μεταφέρουν πίσω στην πατρίδα τους (η γνωστή υποχώρηση από το Dunkirk).

Κάτω:
Withdrawal from Dunkirk, June 1940
Έργο του Richard Ernst Eurich
Η κάμερα ακολουθεί τον ήρωα μας να περιπλανάται ανάμεσα στους τραυματίες: σε αυτή τη συνεχόμενη σκηνή βλέπουμε την φρίκη σε όλες τις εκφάνσεις της καθώς και την ανάγκη για την επιστροφή στην πατρίδα, στους ανθρώπους που περιμένουν εκεί. Με ένα συνεχόμενο πλάνο η κάμερα μας δείχνει τους Άγγλους στρατιώτες να κάθονται αποσβολωμένοι, άλλους να τρέχουν σαν τρελοί, και μια ομάδα από αυτούς να τραγουδά έναν ύμνο εμψύχωσης για την ειρήνη -- όλα αυτά καθώς ο ήλιος δύει και με τη συνοδεία μιας βαθιάς μελωδίας από τσέλο. Το καταπληκτικό είναι ότι όλα αυτά γίνονται όπως είπα με ένα μόνο πλάνο (single shot), αφού η κάμερα αποτυπώνει αυτή τη σκηνή χωρίς καμία διακοπή (είναι ένα πολύ δύσκολο τεχνικό επίτευγμα να συγχρονίσεις τόσους κομπάρσους χωρίς το παραμικρό cut μέχρι να τελειώσει η λήψη 5 ολόκληρα λεπτά αργότερα !!! ) Ο σκηνοθέτης προτίμησε στη σκηνή αυτή να μην απεικονίσει καμία μάχη, αλλά ούτε την ίδια την υποχώρηση, παρά μόνο να σκιαγραφήσει την ψυχολογία και το ηθικό των στρατιωτών. Ριψοκίνδυνο εγχείρημα που τελικά σε συνεπαίρνει συναισθηματικά με την αμεσότητά του.


Είναι λοιπόν πρωτότυπες σκηνές σαν τις παραπάνω που κάνουν το Atonement να ξεφεύγει από το δράμα και τα κλισέ που συνήθως χαρακτηρίζουν ταινίες με θέμα τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ερμηνείες είναι καλές χωρίς να είναι εξαιρετικές, με εξαίρεση αυτή της νεαρής Saoirse Ronan που υποδύεται την 13χρονη Briony Tallis, και της Romola Garai (πάλι υποδύεται την Briory σε ηλικία 18 χρόνων αυτή τη φορά) που βρήκα άψογες. Δεν λέω, οι δύο πρωταγωνιστές Keira Knightley (προσωπικά ο ρόλος της και το παίξιμο της μου θύμισαν πολύ την Helena Bonham Carter) και ο James McAvoy στήριζαν καλά τους ρόλους τους, αλλά τίποτα παραπάνω -- θα πρόσθετα κιόλας ότι ίσως να μπορούσαν να εισχωρήσουν βαθύτερα στους χαρακτήρες, αναδεικνύοντας την προσωπικότητα των ηρώων τους (μου έδωσαν την εντύπωση ότι απλά υπήρχαν).

Η μουσική από τον Dario Marianelli (V for Vendetta, The Brothers Grimm) κέρδισε το όσκαρ πρωτότυπου soundtrack και περιλαμβάνει τον γνωστό πιανίστα Jean-Yves Thibaudet, διάσημος κυρίως για το γαλλικό μουσικό ρεπερτόριο (Ravel, Satie, Debussy). Δένει ωραίο με την ταινία -- και εδώ να επισημάνω ότι στην ταινία η χρήση του ήχου της γραφομηχανής δίνει συχνά το ρυθμό στην πλοκή: στο μοντάζ συχνά αυτός ο αδιάκοπος ήχος των πλήκτρων της γραφομηχανής συγχωνεύεται με τις μελωδίες του soundtrack με πολύ πρωτότυπο και πετυχημένο τρόπο.

Η σκηνοθεσία είναι αυτή που κάνει την ταινία να ξεχωρίζει από παρόμοιες ταινίες, όπως ήδη έχω πει: προσεγμένη, ευαίσθητη, δεξιοτεχνική σε μερικές στιγμές. Γίνονται συχνές χρήσεις flash-back με αποτέλεσμα το ενδιαφέρον να εντείνεται, ενώ η τελική σκηνή σε ένα τηλεοπτικό studio (σκηνη που δεν υπάρχει στο βιβλίο) καταφέρνει να κάνει την ταινία επίκαιρη, κάνοντας πιο έυκολη τη ταύτιση μας με τα συναισθήματα των ηρώων. Στο τέλος έχουμε να κάνουμε με μία πολυ προσεγμένη ταινία, έξυπνα σκηνοθετημένη και με αρκετό συναίσθημα. Η προηγούμενη ταινία του σκηνοθέτη Joe Wright ήταν το Pride and Prejudice το 1995 (Περηφάνια και Προκατάληψη). Με την Εξιλέωση δεν κάνει ένα, αλλά δέκα βήματα μπροστά, και τοποθετείται ανάμεσα στους ανερχόμενους σκηνοθετες που η εξέλιξη τους στο μέλον θα αναμένεται με πολύ ενδιαφέρον.


ΥΓ. Σχετικά με το soundtrack: διάβασα κάπου ότι ο λόγος που το soundtrack του Θα Χυθεί Αίμα δεν προτάθηκε για Όσκαρ ήταν επειδή πέρα από πρωτότυπη μουσική περιείχε και ήδη δημοσιευμένα κομμάτια (Brahms). Τότε για ποιον λόγο προτάθηκε (και πήρε) Όσκαρ η Εξιλέωση που περιέχει κομμάτια από Puccini και Debussy; Αν κάποιος γνωρίζει ας με διαφωτίσει...

Thursday, March 20, 2008

Θα Χυθεί Αίμα



There Will Be Blood
(Θα Χυθεί Αίμα)


Σκηνοθέτης:
Paul Thomas Anderson


Προσωπική Αξιολόγηση:

9.5 / 11
Αριστούργημα


(φώτο από το εκπληκτικό soundtrack της ταινίας).






Το
There Will Be Blood δεν είναι απλά η καλύτερη ταινία της χρονιάς που πέρασε. Είναι -για μένα τουλάχιστον, αλλά και για πολλούς άλλους- από τις καλύτερες, ίσως και η καλύτερη, αμερικάνικη ταινία των τελευταίων χρόνων. Βραβεύτηκε (δικαίως) στο Φεστιβάλ Βερολίνου με την Ασημένια Άρκτο για τη σκηνοθεσία της και τη μουσική της.

Ο σκηνοθέτης
Paul Thomas Anderson είχε ως μέντορα τον Robert Altman και αυτό φαίνεται στις προηγούμενες ταινίες του (Boogie Nights, Magnolia). Πριν δω την ταινία περίμενα να δω κάτι σε παρόμοιο στυλ των προηγούμενων ταινιών του (οι οποίες παρεμπιπτόντως ήταν εξαιρετικές) αλλά το There Will Be Blood ξεπέρασε κάθε προσδοκία μου. Ένα έπος με σκηνοθεσία τόσο μινιμαλιστική, θεατρικές ερμηνείες που συχνά αγγίζουν τα όρια της υπερβολής, ένα soundtrack εκπληξη που συνδυάζει Brahms και ατονική μοντέρνα μουσική από τον κιθαρίστα των Radiohead, μία πλοκή που ξεδιπλώνεται ανομοιόμορφα και 2-3 κλιμακώσεις που θυμίζουν τις δραματικές όπερες του R. Strauss.

Το στυλ της ταινίας παράξενο, απόκοσμο, όπως έγραψε ένας κριτικός μοιάζει η ταινία να προσγειώθηκε από άλλο πλανήτη! Οι αρχικές στιγμές θυμίζουν έντονα Kubrick (στην ταινία δεν υπάρχει διάλογος για τα πρώτα 15 λεπτά -- και όχι 20 όπως πολλοί παραπονιούνται!) Οι θεατρικές ερμηνείες και διάλογοι, καθώς και τα λιτά σκηνικά παραπέμπουν σε ταινίες του Lars von Trier και την αισθητική του Dogma. Και πιστέψτε με, πρέπει να δείτε την ταινία για να καταλάβετε πόσο αλλόκοτα δένει το πρωτότυπο soundtrack με τις σκηνές (καιρό είχα να ακούσω τόσο ευρηματικό soundtrack σε αμερικάνικη ταινία!)

Από σκηνοθετική άποψη κάποιες σκηνές είναι απλά και μόνο αριστουργηματικές. Ένα από τα ατυχήματα (έχει αρκετά) με τις πετρελαιοπηγές θυμίζει σκηνές αποκάλυψης (προσωπικά μου θύμισε αρκετά τη σκηνή της πυρκαγιάς μες στο απόλυτο σκοτάδι στην Ώρα του Λύκου του Χάνεκε.) Σε μια άλλη σκηνή ο Daniel Plainview (Daniel Day Lewis) πηγαίνει στην παραλία με τον αδερφό του: αφού μπει μέσα στα ήρεμα νερά και καθώς παρατηρεί τον τελευταίο, ένα μεγάλο κύμα -σκηνοθετικό τέχνασμα- έρχεται από πίσω του ακριβώς, προϊδεάζοντας μας για κάτι σκοτεινό που περνάει από το μυαλό του πρωταγωνιστή εκίνη τη στιγμή και έναν αναβράζοντα θυμό (ακριβώς όπως το κύμα) έτοιμο να εκραγεί. Οι σκηνές με τον Eli στην Εκκλησία έχουν απίστευτη δύναμη με την εξωπραγματικότητα τους και τις υπερ-δραματικές ερμηνείες τους. Όσο για το φινάλε (το οποίο φυσικά και δεν θα αποκαλύψω), το οποίο έρχεται και αυτό εκεί που δεν το περιμένεις, θυμίζει στην ένταση του δραματική όπερα. Ορισμένοι κριτικοί δίστασαν να δώσουν το χαρισματικό τελευταίο "αστεράκι" στην ταινία (που θα την χαρακτήριζε έτσι απόλυτο αριστούργημα) εξαιτίας του φινάλε. Προσωπικά το βρήκα εύστοχο και μέσα στο κλίμα της υπόλοιπης ταινίας: ένα συμβατικό τέλος θα ερχόταν σε αντίθεση με μία τόσο μα τόσο αντισυμβατική ταινία.

Κάτω:
Ο σκηνοθέτης Paul Thomas Anderson
δίνει οδηγίες στον Daniel Day Lew
is

Όπως θα παρατηρήσατε δεν έχω αναφέρει τίποτα ακόμα για το σενάριο και ούτε πρόκειται. Και αυτό γιατί δεν πιστεύω ότι παίζει κάποιον ουσιαστικό λόγο. Πολλοί είπαν ότι η ταινία είναι μία επική βιογραφία (bioepic), άλλοι ότι έχει να κάνει με το πετρέλαιο και το πόσο άπληστοι μπορούν να γίνουν οι άνθρωποι. Άλλοι ότι το κεντρικό θέμα είναι οι οικογενειακές σχέσεις.

Ποια είναι η γνώμη μου; Η ταινία δεν έχει να κάνει με τίποτα από τα παραπάνω. Ο τίτλος της ταινίας λέει πολύ περισσότερα απ΄ότι το σενάριο. Για μένα η ταινία έχει να κάνει κατεξοχήν με την σκοτεινή πλευρά που ο κάθε άνθρωπος έχει μέσα του. Τόσο σκοτεινή που αγγίζει τα όρια του διαβολικού και μας κάνει να είμαστε -είτε το θέλουμε είτε όχι- μοναχικά άτομα που, όσο και να προσποιούνται, δεν αντέχουν τη συναναστροφή με άλλους ανθρώπους. Αν έχετε διαβάσει Dostoyevsky θα παρατηρήσετε ότι οι χαρακτήρες της ταινίας είναι άκρως "ντοστογιεφσκικοί", σκοτεινοί και μισάνθρωποι -- κάτι που ξέρουν να κρύβουν καλά. "Τhere are times when I look at people and I see nothing worth liking", εξομολογείται ο πρωταγωνιστής κάποια στιγμή στον αδερφό του. "I want to earn enough money [so] that I can get away from everyone."

Και κάτι ακόμα για τις
ερμηνείες, κυρίως αυτή του Daniel Day Lewis (που κέρδισε και το όσκαρ ανδρικής ερμηνείας γι αυτήν την ταινία). Μερικοί -έστω και ελάχιστοι- κριτικοί αναφέρθηκαν σε overacting (ή αλλιώς υπερ-ερμηνεία). Πρόκειται για μια επιτηδευμένη θεατρικότητα, κάτι που μπορείς να αποκαλέσεις ακαδημαϊκή ερμηνεία, την οποία χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης μαζί με άλλα τεχνάσματα (ιδιόμορφη προφορά, θεατρικό διάλογο) για να δημιουργήσει το "ονειρικό" (ή εφιαλτικό) κλίμα της ταινίας. Δεν διαφέρει καθόλου από τις ιδιαίτερα ακαδημαϊκές ερμηνείες σε ταινίες μεγάλων σκηνοθετών. Ως παράδειγμα αναφέρω: Αγγελόπουλο (Harvey Keitel στο Βλέμμα του Οδυσσέα, Bruno Ganz στο Μία Αιωνιότητα και Μία Μέρα), Kubrick (Nicole Kidman, Tom Cruise στο Ματια Ερμητικά Κλειστά), Trier (Bjork στο Χορεύοντας στο Σκοτάδι, Nicole Kidman στο Dogville).

Άκουσα για θεατές που έφευγαν στα μέσα της ταινίας και άλλους που την χαρακτήρισαν βαρετή (την ταινία την έχω δει τρεις φορές χωρίς να βαρεθώ ούτε μία -- αντιθέτως με κρατούσε σε μία κατάσταση διαρκούς έξαρσης και αυτό γιατί χαρακτηρίζεται από μία υποβόσκουσα
ρυθμική ορμή). Αυτό βέβαια εξαρτάται από τι ταινίες έχεις μάθει να βλέπει ο καθένας. Υπάρχουν ταινίες για διασκέδαση και χαβαλέ και οι ταινίες - έργα τέχνης (όπως έχω πει και σε προηγούμενο post). Η ταινία του Paul Thomas Anderson είναι απαιτητική από τους θεατές γι αυτό και δεν πιστεύω ότι συνιστάται σε κοινό που θέλει απλά να περάσει ανάλαφρα την ώρα του χωρίς να χρειάζεται να σκεφτεί καθόλου. Ακόμα και αν σας άρεσαν οι προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη, με το There Will Be Blood ο Paul Thomas Anderson φαίνεται να απευθύνεται σε πιο σινεφίλ κοινό που γνωρίζει τις βασικές τεχνικές των μεγάλων σκηνοθετών και των κινηματογραφικών αριστουργημάτων του παρελθόντος. Όμως η ταινία δεν είναι απλά άλλη μία Tosca με μοντέρνα σκηνικά. Ο Paul Thomas Anderson δεν αρκείται στο να ανακυκλώσει απλά αυτές τις τεχνικές, αλλά καταφέρνει να εφεύρει καινούριες, να ξεπεράσει τα όρια του σύγχρονου κινηματογράφου, συνδυάζοντας ακαδημαϊκές ερμηνείες, ένα από τα πιο πρωτότυπα soundtracks, και παράξενους ρυθμούς.

Γι αυτό και συμφωνώ απολύτως με τον κριτικό της Guardian όταν κάνει λόγο για ένα νέο είδος κινηματογράφου που ο σκηνοθέτης Paul Thomas Anderson έχει εφεύρει με το There Will Be Blood. Ο ίδιος κριτικός καταλήγει: "Είναι μία ταινία απέναντι στην οποία όλοι οι σκηνοθέτες και θεατές θα θέλουν να αναμετρηθούν". Δεν νομίζω ότι υπάρχει μεγαλύτερη φιλοφρόνηση και ήταν ακριβώς αυτό που ένιωσα κι εγώ όσες φορές την είδα. Άκρως πρωτότυπη και αριστουργηματική! Έτσι είναι ο γενναίος Μεγάλος Κινηματογράφος!


ΥΓ. Μπορείτε να διαβάσετε εδώ μια εξίσου καλή κριτική από τον blogger Sensual Monk.

Monday, March 3, 2008

Juno

Επέστρεψα λοιπόν. Και είπα να συνεχίσω το blogging με κάτι που αγαπώ αλλά ο χρόνος δεν μου επέτρεπε να ασχοληθώ: τον κινηματογράφο. Πέρα από τον ελεύθερο χρόνο, αφορμή στάθηκε και ένα άρθρο στο περιοδικό Σινεμά.  Ανάμεσα λοιπόν στα διάφορα posts μου, θα κάνω και κριτική σε ταινίες που βλέπω, ξεκινώντας με τις υποψήφιες για oscar καλύτερης ταινίας. Και συγκεκριμένα με το Juno... Μια ταινία που το κοινό είτε λατρεύει είτε βαριέται, σύμφωνα με το imdb, από έναν σκηνοθέτη το όνομα του οποίου ομολογώ ότι  άκουγα για πρώτη φορά.


JUNO

Director: Jason Reitman

Αξιολόγηση: 4/11

Ξεκίνησα με το Juno επειδή Κυριακή βράδυ ήθελα να δω κάτι ανάλαφρο, μία κωμωδία (δεν μου αρέσει να χωρίζω τις ταινίες σε κατηγορίες, άλλα από το πολύχρωμο poster της ταινίας και τις κριτικές που αναγράφονται σε αυτό, κωμωδία θα την χαρακτήριζες). 

Το σενάριο με λίγα λόγια: η πρωταγωνίστρια Juno, 16 ετών και μαθήτρια γυμνασίου, μένει έγκυος από έναν συμμαθητή της και αποφασίζει να δώσει το μωρό για υιοθεσία σε ένα πλούσιο ζευγάρι που το έχει ανάγκη.

Η ταινία με απογοήτευσε για πολλούς λόγους, και όλοι έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι πάντα διαβάζω πολλές κριτικές προτού δω μια ταινία, οπότε αυτλη τη φορά είχα μεγάλες προσδοκίες. Μερικές κριτικές (όπως π.χ. ο πάντα υπερβολικός Roger Ebert) έκαναν λόγο για μία συγκλονιστική ερμηνεία από την πρωταγωνίστρια Ellen Page. Την ερμηνεία της την βρήκα καλή, αλλά τίποτα παραπάνω. Άλλωστε ο ρόλος είναι τέτοιος που δεν σου δίνει την ευκαιρία να αποδείξεις στο έπακρο το ερμηνευτικό σου ταλέντο.  Μάλιστα θα έλεγα ότι αρκετές φορές ο διάλογος φάνταζε αφύσικος, αν και αυτό μπορεί να οφείλεται στο σκηνοθετικό ύφος της ταινίας.

Το σενάριο της Diablo Cody είναι πρωτότυπο επειδή αποφεύγει τα κλισέ (π.χ. τον τρόπο που αντιμετωπίζουν την εγκυμοσύνη της Juno οι γονείς της), σε τέτοιο βαθμό όμως που γίνεται υπερβολικό, ιδιαίτερα με τον επιτηδευμένο διάλογο που προανέφερα (αρκετοί Αμερικάνοι άλλωστε συμφωνούν ότι η νεολαία δεν μιλάει χρησιμοποιώντας τόσο πολύ jargon και μάλιστα το συγκεριμένο των ηρώων της ταινίας). Τώρα όσον αφορά το χιούμορ της ταινίας: βασίζεται κυρίως σε ατάκες που οι νεαροί πρωταγωνιστές πετάνε με απάθεια και πραγματικά πιστεύω ότι απευθύνεται κυρίως σε αγγλόφωνο κοινό. Δεν νομίζω ότι είναι το είδος των αστείων που θα έκαναν, π.χ. έναν Ευρωπαίο να γελάσει, μάλλον επειδή το ύφος τους είναι τόσο απόμακρο από την κουλτούρα μας και την πραγματικότητα μας. Επίσης παρατήρησα ότι οι ατάκες λέγονται με με κάπως στημένο τρόπο, αλλά ίσως να έχω και άδικο.

Η σκηνοθεσία τώρα... Λιτή, απέριττη, αργή (χωρίς όμως να κάνει βαρετή την ταινία). Προσωπικά θα προτιμούσα πιο γρήγορους, upbeat ρυθμούς για τέτοιου είδους ταινία, που θα τόνιζαν την εκκεντρικότητα των χαρακτήρων και τον "εξωτικό" διάλογο των πρωταγωνιστών. Βέβαια η σκηνοθεσία είχε και κάποια στοιχεία που μου άρεσαν πολύ, όπως η χρήση διαφόρων θεμάτων (η καρέκλα, το jogging που έκανε η ομάδα του συμπρωταγωνιστή με τα χρυσά σορτσάκια, η εναλλαγή των εποχών, κτλ.) Επίσης, λίγα λόγια για την μουσική: όπως και ι ίδια η ταινία, η μουσική είτε θα σας ξετρελάνει, είτε θα σας εκνευρίσει. Προσωπικά την βρήκα ενοχλητική. Ναι μεν πιστεύω ότι έδενε με το "aloof" ύφος της ταινίας, αν και πολλοί είναι αυτοί που θα προτιμούσαν punk ή ροκ κομμάτια (όπως άλλωστε δηλώνει ότι ακούει και η Juno αρκετές φορές μες στη ταινία). Όπως έχει, η μουσική αποτελείται από υποτονικά κομμάτια για κιθάρα με παιδικά αστείους στίχους και απλοϊκές (σχολικές;) μελωδίες.

Το συμπέρασμά μου: το Juno σίγουρα δεν είναι μια άσχημη ταινία, άλλωστε έχει πάρει μερικές διθυραμβικές κριτικές. Προσωπικά, την βρίσκω αδιάφορη και θα μπορούσα να είχα κάνει κάτι πιο εποικοδομητικό, όπως να διαβάσω ένα βιβλίο ή να έβλεπα μία καλύτερη ταινία. Σίγουρα για μένα (και για πολλούς άλλους) αποτελεί την πιο υπερεκτιμημένη ταινία της χρονιάς. Ο κριτικός της Guardian, Peter Bradshaw (με τον οποίο τις περισσότερες φορές συμφωνώ, όσο με κανέναν άλλον κριτικό ίσως) την αξιολογεί ως άριστη, και προσθέτει ¨"...the film has the ephemeral charm of a great pop song." Ακριβώς σε αυτό θα μείνω, ότι ναι μεν μπορεί να είναι χαριτωμένη, αλλά πραγματικά δεν νομίζω ότι έχει κάποια διαχρονική αξία (όπως οφείλει κάθε πραγματικό έργο τέχνης -- και αν δεν αποτελεί υψηλό έργο τέχνης τότε δεν δικαιολογεί μερικές από τις κριτικές που έχει πάρει). Σίγουρα όμως θα θεωρηθεί cult, κυρίως από την offbeat νεολαία, κυρίως λόγω της χαρακτηριστικής μουσικής και τις "cool" αμερικανικές ατάκες. Με μία λέξη, συμπαθητική.